Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен (книга читать онлайн бесплатно без регистрации .TXT) 📗
Κεφάλαιον 12
1 Στο μεταξύ, αφού συνάχτηκαν στο ίδιο μέρος οι μυριάδες του πλήθους, ώστε να καταπατούν ο ένας τον άλλο, άρχισε να λέει προς τους μαθητές του πρώτα: «Προσέχετε τους εαυτούς σας από το προζύμι των Φαρισαίων, που είναι υποκρισία. 2 Κανένα λοιπόν συγκαλυμμένο δεν υπάρχει που δε θα αποκαλυφτεί και κρυφό που δε θα γνωριστεί. 3 Συνεπώς, όσα είπατε στο σκοτάδι θα ακουστούν στο φως, και ό,τι μιλήσατε στο αυτί μέσα στα απόμερα δωμάτια θα κηρυχτεί επάνω από τα δώματα».
4 «Λέω λοιπόν σ’ εσάς τους φίλους μου: μη φοβηθείτε από αυτούς που σκοτώνουν το σώμα και μετά από αυτά δεν έχουν κάτι περισσότερο να κάνουν. 5 Αλλά θα σας υποδείξω ποιον να φοβηθείτε: να φοβηθείτε αυτόν που μετά τη θανάτωση έχει εξουσία να σας ρίξει στη γέεννα. Ναι, σας λέω, αυτόν να φοβηθείτε. 6 Πέντε σπουργίτια δεν πουλιούνται για δύο ασσάρια; Και όμως ένα από αυτά δεν είναι λησμονημένο μπροστά στο Θεό. 7 Αλλά και οι τρίχες της κεφαλής σας έχουν όλες αριθμηθεί. Μη φοβάστε· από πολλά σπουργίτια διαφέρετε».
8 «Λέω λοιπόν σ’ εσάς: καθέναν που με ομολογήσει ζώντας μέσα σ’ εμένα μπροστά στους ανθρώπους, και ο Υιός του ανθρώπου θα τον ομολογήσει ζώντας μέσα σ’ αυτόν μπροστά στους αγγέλους του Θεού. 9 Αυτός όμως που με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους θα τον απαρνηθώ μπροστά στους αγγέλους του Θεού. 10 Και σε καθέναν που θα πει λόγο ενάντια στον Υιό του ανθρώπου θα του αφεθεί. Σ’ εκείνον όμως που βλαστήμησε ενάντια στο Άγιο Πνεύμα δεν θα του αφεθεί. 11 Όταν λοιπόν σας φέρουν μέσα στις συναγωγές και απέναντι στις αρχές και στις εξουσίες, μη μεριμνήσετε πώς ή τι θα απολογηθείτε ή τι θα πείτε. 12 Γιατί το Άγιο Πνεύμα θα σας διδάξει κατ’ αυτήν την ώρα όσα πρέπει να πείτε».
13 Είπε τότε κάποιος από το πλήθος σ’ αυτόν: «Δάσκαλε, πες στον αδελφό μου να μοιραστεί μαζί μου την κληρονομιά». 14 Εκείνος του είπε: «Άνθρωπε, ποιος με κατάστησε κριτή ή διανεμητή επάνω σας;» 15 Και είπε προς αυτούς: «Προσέχετε και φυλάγεστε από κάθε πλεονεξία, γιατί, όταν έχει κάποιος περίσσια, η ζωή του δεν προέρχεται από τα υπάρχοντά του». 16 Είπε μάλιστα μια παραβολή προς αυτούς, λέγοντας: «Κάποιου πλούσιου ανθρώπου κάρπισαν τα χωράφια με ευφορία. 17 Και διαλογιζόταν μέσα του, λέγοντας: “Τι να κάνω, επειδή δεν έχω πού να συνάξω τους καρπούς μου”; 18 Και είπε: “Αυτό θα κάνω: θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα οικοδομήσω μεγαλύτερες και θα συνάξω εκεί όλο το σιτάρι και τα αγαθά μου, 19 και θα πω στην ψυχή μου: ‘ Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά που κείτονται για έτη πολλά· αναπαύου, φάγε, πιες, ευφραίνου’.” 20 Είπε τότε σ’ αυτόν ο Θεός: “Άφρονα, αυτήν τη νύκτα απαιτούν την ψυχή σου από εσένα· και αυτά που ετοίμασες ποιανού θα είναι”; 21 Έτσι γίνεται σ’ όποιον θησαυρίζει για τον εαυτό του και δεν πλουτίζει για το Θεό».
22 Είπε λοιπόν προς τους μαθητές του: «Γι’ αυτό σας λέω: μη μεριμνάτε για τη ζωή σας τι θα φάτε, μήτε για το σώμα σας τι θα ντυθείτε. 23 Γιατί η ζωή είναι πιο πολύ από την τροφή και το σώμα από το ένδυμα. 24 Κατανοήστε παρατηρώντας τους κόρακες, γιατί δε σπέρνουν ούτε θερίζουν, οι οποίοι δεν έχουν κελάρι ούτε αποθήκη, και όμως ο Θεός τούς τρέφει. Πόσο περισσότερο εσείς διαφέρετε από τα πετεινά! 25 Και ποιος από εσάς μεριμνώντας δύναται στο ανάστημά του να προσθέσει έναν πήχη; 26 Αν λοιπόν ούτε το ελάχιστο δε δύναστε, για τα υπόλοιπα τι μεριμνάτε; 27 Παρατηρήστε τα κρίνα πώς αυξάνουν: δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν. Σας λέω, όμως, ούτε ο Σολομώντας με όλη τη δόξα του δεν ντύθηκε όπως ένα από αυτά. 28 Αν λοιπόν το χορτάρι, που είναι σήμερα στον αγρό και αύριο ρίχνεται στο φούρνο, ο Θεός έτσι το ντύνει, πόσο περισσότερο θα ντύσει εσάς ολιγόπιστοι! 29 Και εσείς μη ζητάτε τι θα φάτε και τι θα πιείτε και μην είστε μετέωροι από ανησυχία. 30 Γιατί όλα αυτά, τα επιζητούν τα έθνη του κόσμου· αλλά ο δικός σας Πατέρας ξέρει ότι έχετε ανάγκη από αυτά. 31 Όμως, ζητάτε τη βασιλεία του και αυτά θα προστεθούν σ’ εσάς. 32 Μη φοβάσαι, μικρό ποίμνιο, γιατί ευαρεστήθηκε ο Πατέρας σας να δώσει σ’ εσάς τη βασιλεία. 33 Πουλήστε τα υπάρχοντά σας και δώστε τα ελεημοσύνη. Κάντε στους εαυτούς σας πορτοφόλια που δεν παλιώνουν, θησαυρό ανεξάντλητο στους ουρανούς, όπου κλέφτης δεν τον πλησιάζει ούτε σκόρος τον φθείρει. 34 Γιατί όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας».
35 «Ας είναι η μέση σας περιζωσμένη και οι λύχνοι σας να καίνε. 36 Και εσείς να είστε όμοιοι με ανθρώπους που περιμένουν το δικό τους κύριο πότε αυτός θα γυρίσει από τους γάμους, ώστε, όταν έρθει και κρούσει, αμέσως να του ανοίξουν. 37 Μακάριοι οι δούλοι εκείνοι, τους οποίους, όταν έρθει ο κύριος, θα τους βρει να αγρυπνούν. Αλήθεια σας λέω ότι θα περιζωστεί την ποδιά του και θα τους καθίσει στο τραπέζι και, αφού έρθει κοντά τους, θα τους διακονήσει. 38 Κι αν στη δεύτερη κι αν στην τρίτη φρουρά της νύχτας έρθει και τους βρει έτσι, εκείνοι είναι μακάριοι. 39 Και ας γνωρίζετε αυτό: ότι αν ήξερε ο οικοδεσπότης ποια ώρα έρχεται ο κλέφτης, δε θα άφηνε να διαρρήξουν τον οίκο του. 40 Κι εσείς να είστε έτοιμοι, γιατί την ώρα που δε νομίζετε έρχεται ο Υιός του ανθρώπου». 41 Είπε τότε ο Πέτρος: «Κύριε, προς εμάς λες αυτήν την παραβολή ή και προς όλους;» 42 Και είπε ο Κύριος: «Ποιος άραγε είναι ο πιστός οικονόμος, ο φρόνιμος, τον οποίο θα καταστήσει ο κύριος επιστάτη πάνω στο υπηρετικό προσωπικό του, για να τους δίνει στον κατάλληλο καιρό το καθορισμένο ποσό της τροφής τους; 43 Μακάριος ο δούλος εκείνος που ο κύριός του θα τον βρει να κάνει έτσι, όταν έρθει. 44 Αλήθεια σας λέω ότι θα τον καταστήσει επιστάτη πάνω σε όλα τα υπάρχοντά του. 45 Αν όμως ο δούλος εκείνος πει μέσα στην καρδιά του: “Αργεί να έρχεται ο κύριός μου”, και αρχίσει να χτυπά τους δούλους και τις δούλες, και να τρώει και να πίνει και να μεθάει, 46 θα έρθει ο κύριος του δούλου εκείνου την ημέρα που δεν προσδοκά και την ώρα που δε γνωρίζει, και θα τον κόψει στα δύο και το μερίδιό του θα το θέσει μαζί με τους άπιστους. 47 Εκείνος ο δούλος, λοιπόν, που γνώρισε το θέλημα του κυρίου του και δεν ετοίμασε ή δεν έκανε σύμφωνα με το θέλημά του θα δαρθεί με πολλά χτυπήματα. 48 Όποιος όμως δεν το γνώρισε, αλλά έκανε άξια χτυπημάτων, θα δαρθεί με λίγα. Και σε καθέναν που δόθηκε πολύ, πολύ θα ζητηθεί από αυτόν, και σ’ όποιον παράθεσαν πολύ, περισσότερο θα του ζητήσουν».
49 «Φωτιά ήρθα να ρίξω πάνω στη γη, και πώς θέλω ήδη να είχε ανάψει! 50 Και βάφτισμα έχω να βαφτιστώ, και πώς πιέζομαι ωσότου τελεστεί! 51 Νομίζετε ότι παρουσιάστηκα, για να δώσω ειρήνη στη γη; Όχι, σας λέω, αλλά μάλλον χωρισμό. 52 Γιατί πέντε θα είναι χωρισμένοι από τώρα μέσα σ’ έναν οίκο, τρεις εναντίον δύο, και δύο εναντίον τριών: 53 Θα χωριστούν πατέρας ενάντια σε γιο και γιος ενάντια σε πατέρα, μητέρα ενάντια στη θυγατέρα και θυγατέρα ενάντια στη μητέρα, πεθερά ενάντια στη νύφη της και νύφη ενάντια στην πεθερά».