Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен (книга читать онлайн бесплатно без регистрации .TXT) 📗
49 Αποκρίθηκε τότε ο Ιωάννης και του είπε: «Επιστάτη, είδαμε κάποιον να βγάζει δαιμόνια στο όνομά σου και τον εμποδίζαμε, γιατί δεν ακολουθεί μαζί μας». 50 Είπε όμως προς αυτόν ο Ιησούς: «Μην τον εμποδίζετε· επειδή όποιος δεν είναι εναντίον σας είναι με το μέρος σας».
51 Συνέβηκε λοιπόν, ενώ συμπληρώνονταν οι ημέρες της αναλήψεώς του, τότε αυτός να πάρει τη σταθερή απόφαση να πορευτεί στην Ιερουσαλήμ. 52 Και απέστειλε αγγελιοφόρους πριν από το πρόσωπό του. Και αυτοί πορεύτηκαν και εισήλθαν σ’ ένα χωριό Σαμαρειτών, ώστε να του ετοιμάσουν κατάλυμα. 53 Αλλά δεν τον δέχτηκαν, γιατί το πρόσωπό του πορευόταν στην Ιερουσαλήμ. 54 Όταν το είδαν τότε οι μαθητές Ιάκωβος και Ιωάννης, είπαν: «Κύριε, θέλεις να πούμε να κατεβεί φωτιά από τον ουρανό και να τους αφανίσει [όπως και ο Ηλίας έκανε];» 55 Στράφηκε τότε και τους επιτίμησε [και είπε: «Δεν ξέρετε ποιανού πνεύματος είστε εσείς. 56 Γιατί ο Υιός του ανθρώπου δεν ήρθε, για να καταστρέψει ψυχές ανθρώπων, αλλά για να σώσει»]. Και πορεύτηκαν σε άλλο χωριό.
57 Και ενώ αυτοί βάδιζαν στο δρόμο, είπε κάποιος προς αυτόν: «Θα σε ακολουθήσω όπου κι αν πηγαίνεις». 58 Και ο Ιησούς του είπε: «Οι αλεπούδες έχουν φωλιές και τα πετεινά του ουρανού προσωρινές κατοικίες, αλλά ο Υιός του ανθρώπου δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του». 59 Είπε πάλι προς άλλον: «Ακολούθα με». Εκείνος του είπε: «Κύριε, επίτρεψέ μου να πάω πρώτα να θάψω τον πατέρα μου». 60 Του είπε τότε: «Άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς, εσύ όμως να πας και να αναγγέλλεις τη βασιλεία του Θεού». 61 Είπε πάλι και άλλος: «Θα σε ακολουθήσω, Κύριε· αλλά πρώτα επίτρεψέ μου να αποχαιρετήσω αυτούς που είναι στον οίκο μου». 62 Είπε όμως προς αυτόν ο Ιησούς: «Κανείς που έβαλε το χέρι πάνω σε άροτρο και βλέπει προς τα πίσω δεν είναι κατάλληλος για τη βασιλεία του Θεού».
Κεφάλαιον 10
1 Μετά λοιπόν από αυτά, ο Κύριος ανάδειξε άλλους εβδομήντα [δύο], και τους απέστειλε ανά δύο-δύο μπροστά από το πρόσωπό του σε κάθε πόλη και τόπο όπου έμελλε αυτός να έρχεται. 2 Έλεγε τότε προς αυτούς: «Αφενός ο θερισμός είναι πολύς, αφετέρου οι εργάτες λίγοι. Παρακαλέστε, λοιπόν, στον Κύριο του θερισμού, για να βγάλει εργάτες στο θερισμό του. 3 Πηγαίνετε· ιδού, σας αποστέλλω σαν αρνιά στο μέσο λύκων. 4 Μη βαστάτε πορτοφόλι, μήτε σακίδιο, μήτε υποδήματα, και κανέναν μη χαιρετήσετε στο δρόμο. 5 Και σ’ όποια οικία εισέλθετε, πρώτα λέτε: “Ειρήνη στον οίκο τούτο”. 6 Και αν εκεί είναι γιος ειρήνης, θα επαναπαυτεί πάνω του η ειρήνη σας. Ειδεμή, βέβαια, πάνω σας θα ξαναγυρίσει. 7 Σ’ αυτή λοιπόν την οικία μένετε τρώγοντας και πίνοντας τα φαγητά από αυτούς· γιατί ο εργάτης είναι άξιος του μισθού του. Μην πηγαίνετε από οικία σε οικία. 8 Και σ’ όποια πόλη εισέρχεστε και σας δέχονται, τρώτε αυτά που σας παραθέτουν 9 και θεραπεύετε τους ασθενείς μέσα σ’ αυτήν και να τους λέτε: “Έχει πλησιάσει σ’ εσάς η βασιλεία του Θεού”. 10 Αλλά σ’ όποια πόλη εισέλθετε και δε σας δέχονται, αφού εξέλθετε στις λεωφόρους της, πείτε: 11 “Και τη σκόνη που μας κολλήθηκε από την πόλη σας στα πόδια την τινάζουμε σ’ εσάς. Όμως αυτό να γνωρίζετε: ότι έχει πλησιάσει η βασιλεία του Θεού”. 12 Σας λέω ότι για τα Σόδομα κατά την ημέρα εκείνη της κρίσης θα υπάρχει περισσότερη ανεκτικότητα παρά για την πόλη εκείνη».
13 «Αλίμονο σ’ εσένα, Χοραζίν· αλίμονο σ’ εσένα, Βηθσαϊδά. Γιατί αν μέσα στην Τύρο και στη Σιδώνα γίνονταν οι θαυματουργικές δυνάμεις που έγιναν σ’ εσάς, θα είχαν μετανοήσει από πολύ καιρό καθισμένοι με σάκο και στάχτη. 14 Όμως για την Τύρο και για τη Σιδώνα θα υπάρχει περισσότερη ανεκτικότητα κατά την κρίση παρά για σας. 15 Κι εσύ Καπερναούμ, μήπως ως τον ουρανό θα υψωθείς; Ως τον άδη θα κατεβείς! 16 Όποιος ακούει εσάς ακούει εμένα· και όποιος απορρίπτει εσάς απορρίπτει εμένα. Και όποιος απορρίπτει εμένα, απορρίπτει αυτόν που με απέστειλε».
17 Επέστρεψαν, λοιπόν, οι εβδομήντα [δύο] με χαρά, λέγοντας: «Κύριε, και τα δαιμόνια υποτάσσονται σ’ εμάς στο όνομά σου». 18 Είπε τότε σ’ αυτούς: «Έβλεπα το Σατανά που έπεσε σαν αστραπή από τον ουρανό. 19 Ιδού, σας έχω δώσει την εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια και σε σκορπιούς, και πάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού, και τίποτα δε θα σας βλάψει. 20 Όμως γι’ αυτό να μη χαίρετε, επειδή τα πνεύματα σας υποτάσσονται, αλλά να χαίρετε επειδή τα ονόματά σας έχουν εγγραφεί στους ουρανούς».
21 Αυτήν την ώρα ο Ιησούς αγαλλίασε στο Πνεύμα το Άγιο και είπε: «Ομολογώ τη δόξα σου, Πατέρα, Κύριε του ουρανού και της γης, γιατί απέκρυψες αυτά από σοφούς και συνετούς και τα αποκάλυψες σε νήπια. Ναι, Πατέρα, γιατί έτσι ευαρεστήθηκες. 22 Όλα μου παραδόθηκαν από τον Πατέρα μου, και κανείς δε γνωρίζει ποιος είναι ο Υιός παρά μόνο ο Πατέρας, και ποιος είναι ο Πατέρας παρά μόνο ο Υιός και αυτός στον οποίο θέλει ο Υιός να τον αποκαλύψει». 23 Και αφού στράφηκε προς τους μαθητές του ιδιαιτέρως, είπε: «Μακάριοι οι οφθαλμοί που βλέπουν αυτά που βλέπετε. 24 Γιατί σας λέω ότι πολλοί προφήτες και βασιλιάδες θέλησαν να δουν αυτά που εσείς βλέπετε, αλλά δεν τα είδαν· και να ακούσουν αυτά που ακούτε, αλλά δεν τα άκουσαν».
25 Και ιδού, κάποιος νομικός σηκώθηκε, για να τον πειράζει δοκιμάζοντάς τον δυνατά, λέγοντας: «Δάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή;» 26 Εκείνος είπε προς αυτόν: «Μέσα στο νόμο τι είναι γραμμένο; Πώς διαβάζεις;» 27 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: «Να αγαπήσεις Κύριο το Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη την ισχύ σου και με όλη τη διάνοιά σου, και τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». 28 Του είπε τότε: «Ορθά αποκρίθηκες· αυτό κάνε και θα ζήσεις». 29 Εκείνος, θέλοντας να δικαιώσει τον εαυτό του, είπε προς τον Ιησού: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;» 30 Έλαβε το λόγο ο Ιησούς και είπε: «Κάποιος άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ και περιέπεσε σε ληστές, οι οποίοι και τον έγδυσαν και τον πλήγωσαν και έφυγαν, αφού τον άφησαν μισοπεθαμένο. 31 Κατά σύμπτωση, τότε, κάποιος ιερέας κατέβαινε στην οδό εκείνη, αλλά, όταν τον είδε, πέρασε απέναντι. 32 Όμοια τότε κι ένας Λευίτης, όταν ήρθε στον τόπο εκείνο και είδε, πέρασε απέναντι. 33 Κάποιος όμως Σαμαρείτης που οδοιπορούσε ήρθε προς αυτόν και, όταν τον είδε, τον σπλαχνίστηκε. 34 Και αφού τον πλησίασε, περιέδεσε τα τραύματά του, χύνοντας πάνω τους λάδι και κρασί και, αφού τον ανέβασε πάνω στο δικό του ζώο, τον έφερε σε πανδοχείο και τον φρόντισε. 35 Και την αυριανή ημέρα έβγαλε και έδωσε δύο δηνάρια στον πανδοχέα και του είπε: “Φρόντισέ τον, και ό,τι δαπανήσεις επιπλέον, εγώ, μόλις ξανάρθω, θα σου το αποδώσω”. 36 Ποιος από αυτούς τους τρεις νομίζεις ότι έχει γίνει πλησίον σ’ αυτόν που έπεσε μέσα στους ληστές;» 37 Αυτός είπε: «Εκείνος που έκανε το έλεος σ’ αυτόν». Του είπε τότε ο Ιησούς: «Πήγαινε και κάνε κι εσύ ομοίως».