Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен (книга читать онлайн бесплатно без регистрации .TXT) 📗
27 Και μετά από αυτά εξήλθε από την οικία και είδε έναν τελώνη με το όνομα Λευίς να κάθεται στο τελωνείο, και του είπε: «Ακολούθα με». 28 Και αυτός, αφού τα εγκατέλειψε όλα, σηκώθηκε και τον ακολουθούσε. 29 Και ο Λευίς τού έκανε μεγάλη υποδοχή μέσα στην οικία του, και ήταν πολύ πλήθος τελωνών και άλλων που ήταν μαζί τους καθισμένοι, για να φάνε. 30 Και οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς τους γόγγυζαν προς τους μαθητές του, λέγοντας: «Γιατί τρώτε και πίνετε μαζί με τους τελώνες και τους αμαρτωλούς;» 31 Και αποκρίθηκε ο Ιησούς και είπε προς αυτούς: «Δεν έχουν ανάγκη οι υγιείς από γιατρό, αλλά οι ασθενείς. 32 Δεν έχω έρθει να καλέσω δίκαιους, αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια».
33 Εκείνοι είπαν προς αυτόν: «Οι μαθητές του Ιωάννη νηστεύουν συχνά και κάνουν δεήσεις, όμοια κι εκείνοι των Φαρισαίων, ενώ οι δικοί σου τρώνε και πίνουν». 34 Ο Ιησούς τότε είπε προς αυτούς: «Μήπως μπορείτε να κάνετε να νηστέψουν τους καλεσμένους στο γάμο, ενώ ο γαμπρός είναι μαζί τους; 35 Θα έρθουν όμως ημέρες και, όταν ο γαμπρός αφαιρεθεί από αυτούς, τότε θα νηστέψουν εκείνες τις ημέρες». 36 Έλεγε μάλιστα και παραβολή προς αυτούς: «Κανείς μπάλωμα από καινούργιο ρούχο, αφού το σχίσει, δεν το βάζει πάνω σε ρούχο παλιό. Ειδεμή, βέβαια, και το καινούργιο θα σχίσει το παλιό και στο παλιό δε θα ταιριάξει το μπάλωμα που προέρχεται από το καινούργιο. 37 Και κανείς δε βάζει κρασί νέο σε ασκιά παλιά. Ειδεμή, θα σπάσει βέβαια το κρασί το νέο τα ασκιά, και αυτό θα χυθεί έξω και τα ασκιά θα πάνε χαμένα. 38 Αλλά κρασί νέο πρέπει να βάζουν σε ασκιά καινούργια. 39 Και κανείς, όταν πιει παλιό, δε θέλει νέο. Γιατί λέει: “Το παλιό είναι καλό”».
Κεφάλαιον 6
1 Συνέβηκε λοιπόν ένα Σάββατο να πορεύεται μέσα από τα σπαρτά και μαδούσαν οι μαθητές του και έτρωγαν τα στάχυα, αφού τα έτριβαν με τα χέρια. 2 Μερικοί τότε από τους Φαρισαίους είπαν: «Γιατί κάνετε αυτό που δεν επιτρέπεται το Σάββατο;» 3 Και ο Ιησούς αποκρίθηκε προς αυτούς και είπε: «Δε διαβάσατε ούτε αυτό που έκανε ο Δαβίδ, όταν πείνασε αυτός και όσοι ήταν μαζί του; 4 Πώς εισήλθε στον οίκο του Θεού και έλαβε και έφαγε τους άρτους της προθέσεως και έδωσε σ’ αυτούς που ήταν μαζί του, τους οποίους δεν επιτρέπεται να φάνε παρά μόνο οι ιερείς;» 5 Και τους έλεγε: «Κύριος είναι του Σαββάτου ο Υιός του ανθρώπου».
6 Συνέβηκε μάλιστα άλλο Σάββατο να εισέλθει αυτός στη συναγωγή και να διδάσκει. Και ήταν ένας άνθρωπος εκεί, και το χέρι του το δεξί ήταν ξερό. 7 Τον παρατηρούσαν λοιπόν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, για να δουν αν θεραπεύει το Σάββατο, ώστε να βρουν κάτι να τον κατηγορούν. 8 Αλλά αυτός ήξερε τους διαλογισμούς τους, και είπε στον άντρα που είχε ξερό το χέρι: «Σήκω και στάσου στο μέσο». Και αυτός σηκώθηκε και στάθηκε. 9 Είπε τότε ο Ιησούς προς αυτούς: «Σας ρωτώ αν επιτρέπεται κανείς το Σάββατο να αγαθοποιήσει ή να κακοποιήσει, να σώσει ζωή ή να καταστρέψει;» 10 Και αφού κοίταξε γύρω όλους αυτούς, του είπε: «Έκτεινε το χέρι σου». Εκείνος το έκανε και αποκαταστάθηκε το χέρι του. 11 Αυτοί όμως έγιναν έξω φρενών και συζητούσαν μεταξύ τους τι θα μπορούσαν να κάνουν στον Ιησού.
12 Συνέβηκε λοιπόν κατά τις ημέρες αυτές να εξέλθει στο όρος, για να προσευχηθεί, και διανυχτέρευε στην προσευχή του Θεού. 13 Και όταν ξημέρωσε, φώναξε τους μαθητές του κοντά του, και εξέλεξε από αυτούς δώδεκα, τους οποίους και ονόμασε αποστόλους: 14 το Σίμωνα, τον οποίο και ονόμασε Πέτρο, και τον Ανδρέα τον αδελφό του, και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και το Φίλιππο και το Βαρθολομαίο 15 και το Ματθαίο και το Θωμά και τον Ιάκωβο το γιο του Αλφαίου και το Σίμωνα, που καλείται Ζηλωτής, 16 και τον Ιούδα το γιο του Ιακώβου και τον Ιούδα Ισκαριώτη, ο οποίος έγινε προδότης.
17 Και όταν κατέβηκε μαζί τους, στάθηκε σε τόπο πεδινό και μαζί πολύ πλήθος μαθητών του, και πολύ πλήθος του λαού από όλη την Ιουδαία και την Ιερουσαλήμ και την παραλιακή χώρα της Τύρου και της Σιδώνας, 18 οι οποίοι ήρθαν να τον ακούσουν και να γιατρευτούν από τις νόσους τους. Και εκείνοι που ενοχλούνταν από πνεύματα ακάθαρτα θεραπεύονταν. 19 Και όλο το πλήθος ζητούσε να τον αγγίζει, γιατί δύναμη εξερχόταν από αυτόν και τους γιάτρευε όλους.
20 Και αυτός, αφού σήκωσε τους οφθαλμούς του στους μαθητές του, έλεγε: Μακάριοι οι φτωχοί, γιατί δική σας είναι η βασιλεία του Θεού. 21 Μακάριοι όσοι πεινάτε τώρα, γιατί θα χορτάσετε. Μακάριοι όσοι κλαίτε τώρα, γιατί θα γελάσετε. 22 Μακάριοι είστε, όταν σας μισήσουν οι άνθρωποι και όταν σας αφορίσουν και σας βρίσουν και βγάλουν το όνομά σας ως κακό εξαιτίας του Υιού του ανθρώπου. 23 Χαρείτε εκείνη την ημέρα και σκιρτήσετε, γιατί ιδού, ο μισθός σας είναι πολύς στον ουρανό. Γιατί κατά τον ίδιο τρόπο έκαναν στους προφήτες οι πατέρες τους. 24 Όμως αλίμονο σ’ εσάς τους πλούσιους, γιατί έχετε πάρει πλήρως την παρηγοριά σας. 25 Αλίμονο σ’ εσάς που είστε χορτασμένοι τώρα, γιατί θα πεινάσετε. Αλίμονο, όσοι γελάτε τώρα, γιατί θα πενθήσετε και θα κλάψετε. 26 Αλίμονο όταν πουν καλά λόγια για σας όλοι οι άνθρωποι· γιατί κατά τα ίδια έκαναν στους ψευδοπροφήτες οι πατέρες τους».
27 «Αλλά σ’ εσάς λέω που ακούτε: αγαπάτε τους εχθρούς σας, κάνετε καλό σ’ αυτούς που σας μισούν, 28 ευλογείτε αυτούς που σας καταριούνται, προσεύχεστε γι’ αυτούς που σας βλάπτουν. 29 Σ’ όποιον σε χτυπά στη μια πλευρά του σαγονιού σου πάρεχε και την άλλη, και από αυτόν που σου παίρνει το πανωφόρι μην τον εμποδίσεις να πάρει και το πουκάμισο. 30 Σε καθέναν που σου ζητάει δίνε, και από όποιον παίρνει τα δικά σου, πίσω μην τα ζητάς. 31 Και καθώς θέλετε να κάνουν σ’ εσάς οι άνθρωποι, κάνετε σ’ αυτούς ομοίως. 32 Και αν αγαπάτε όσους σας αγαπούν, ποια χάρη έχετε; Γιατί και οι αμαρτωλοί αγαπούν όσους τους αγαπούν. 33 Και βέβαια, αν αγαθοποιείτε όσους σας αγαθοποιούν, ποια χάρη έχετε; Και οι αμαρτωλοί το ίδιο κάνουν. 34 Και αν δανείσετε σ’ εκείνους από τους οποίους ελπίζετε να τα λάβετε, ποια χάρη έχετε; Και αμαρτωλοί σε αμαρτωλούς δανείζουν, για να λάβουν πίσω τα ίσα. 35 Αλλά όμως αγαπάτε τους εχθρούς σας και αγαθοποιείτε και δανείζετε χωρίς καθόλου να απελπίζετε τους ανθρώπους· και θα είναι ο μισθός σας πολύς, και θα είστε γιοι του Υψίστου, γιατί αυτός είναι ευεργετικός στους αχάριστους και κακούς. 36 Γίνεστε οικτίρμονες καθώς και ο Πατέρας σας είναι οικτίρμονας».
37 «Και μην κρίνετε, και δε θα κριθείτε· και μην καταδικάζετε, και δε θα καταδικαστείτε. Ελευθερώνετε από κατάκριση και θα ελευθερωθείτε. 38 Δίνετε και θα σας δοθεί· μέτρο καλό, πιεσμένο, κουνημένο, που να ξεχύνεται θα δώσουν στην αγκαλιά σας. Γιατί με όποιο μέτρο μετράτε θα μετρηθεί αντίστοιχα σ’ εσάς». 39 Είπε μάλιστα και μια παραβολή σ’ αυτούς: «Μήπως δύναται τυφλός να οδηγεί τυφλό; Δε θα πέσουν και οι δύο σε βόθρο; 40 Δεν υπάρχει μαθητής πάνω από το δάσκαλό του· και κάθε καταρτισμένος θα είναι όπως ο δάσκαλός του. 41 Και γιατί βλέπεις την αγκίδα που είναι μέσα στο μάτι του αδελφού σου, ενώ το δοκάρι που είναι μέσα στο δικό σου μάτι δεν παρατηρείς; 42 Πώς δύνασαι να λες στον αδελφό σου: “Αδελφέ, άφησε να βγάλω την αγκίδα που είναι μέσα στο μάτι σου”, ενώ ο ίδιος το δοκάρι μέσα στο μάτι σου δεν βλέπεις; Υποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι από το μάτι σου, και τότε θα δεις καθαρά την αγκίδα που είναι μέσα στο μάτι του αδελφού σου, για να τη βγάλεις».