Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен (книга читать онлайн бесплатно без регистрации .TXT) 📗
39 Και μόλις αυτοί τέλεσαν όλα τα πράγματα κατά το νόμο του Κυρίου, επέστρεψαν στη Γαλιλαία, στη δική τους πόλη, τη Ναζαρέτ. 40 Και το παιδί μεγάλωνε και δυνάμωνε, γεμίζοντας με σοφία, και ήταν πάνω του η χάρη του Θεού.
41 Και πορεύονταν οι γονείς του κάθε χρόνο στην Ιερουσαλήμ, στην εορτή του Πάσχα. 42 Και όταν έγινε δώδεκα ετών, αυτοί ανέβηκαν κατά το έθιμο της εορτής 43 και, όταν τελείωσαν οι ημέρες, ενώ αυτοί επέστρεφαν, παράμεινε το παιδί ο Ιησούς στην Ιερουσαλήμ, και δεν το κατάλαβαν οι γονείς του. 44 Επειδή νόμισαν, λοιπόν, ότι αυτός είναι στην συνοδεία, βάδισαν απόσταση δρόμου μιας ημέρας και τον αναζητούσαν μεταξύ των συγγενών και των γνωστών 45 και, επειδή δεν τον βρήκαν, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ αναζητώντας τον. 46 Και συνέβηκε μετά τρεις ημέρες να τον βρουν στο ναό να κάθεται στο μέσο των δασκάλων και να τους ακούει και να τους επερωτά. 47 Και έμεναν εκστατικοί όλοι όσοι τον άκουγαν για τη σύνεση και τις αποκρίσεις του. 48 Και όταν τον είδαν οι γονείς του, έμειναν έκπληκτοι, και είπε προς αυτόν η μητέρα του: «Παιδί μου, γιατί μας έκανες έτσι; Ιδού, ο πατέρας σου κι εγώ με μεγάλο πόνο σε ζητούσαμε». 49 Και είπε προς αυτούς: «Γιατί με ζητούσατε; Δεν ξέρατε ότι πρέπει να είμαι στα πράγματα του Πατέρα μου;» 50 Αλλά αυτοί δεν κατάλαβαν το λόγο που τους μίλησε. 51 Και κατέβηκε μαζί τους και ήρθε στη Ναζαρέτ και υποτασσόταν συνεχώς σ’ αυτούς. Και η μητέρα του διατηρούσε όλα τα λόγιααυτά μέσα στην καρδιά της. 52 Και ο Ιησούς πρόκοβε στη σοφία και στη σωματική ανάπτυξη και στη χάρη μπροστά στο Θεό και στους ανθρώπους.
Κεφάλαιον 3
1 Στο δέκατο πέμπτο έτος, λοιπόν, της ηγεμονίας του Καίσαρα Τιβέριου, όταν ηγεμόνευε ο Πόντιος Πιλάτος στην Ιουδαία, και ήταν τετράρχης της Γαλιλαίας ο Ηρώδης, και ο Φίλιππος ο αδελφός του ήταν τετράρχης της Ιτουραίας και της χώρας της Τραχωνίτιδας, και ο Λυσανίας ήταν τετράρχης της Αβιληνής, 2 επί αρχιερέα Άννα και Καϊάφα, ήρθε λόγος Θεού στον Ιωάννη το γιο του Ζαχαρία στην έρημο. 3 Και ο Ιωάννης ήρθε σε όλα τα περίχωρα του Ιορδάνη, κηρύττοντας βάφτισμα μετάνοιας σε άφεση αμαρτιών, 4 όπως είναι γραμμένο στο βιβλίο των λόγων του Ησαΐα του προφήτη: Φωνή ενός που φωνάζει δυνατά στην έρημο: «Ετοιμάστε την οδό του Κυρίου, ίσια κάνετε τα μονοπάτια του. 5 Κάθε φαράγγι θα γεμίσει και κάθε όρος και λόφος θα ταπεινωθεί, και τα στραβά θα γίνουν ίσια και οι τραχιές οδοί λείες. 6 Και κάθε σάρκα θα δει τη σωτηρία του Θεού». 7 Έλεγε λοιπόν στα πλήθη που έβγαιναν, για να βαφτιστούν από αυτόν: «Γεννήματα εχιδνών, ποιος σας υπέδειξε, για να ξεφύγετε από τη μελλοντική οργή; 8 Κάντε λοιπόν καρπούς άξιους της μετάνοιας και μην αρχίσετε να λέτε μέσα σας: “Πατέρα έχουμε τον Αβραάμ”. Γιατί σας λέω ότι ο Θεός δύναται από τους λίθους τούτους να εγείρει τέκνα στον Αβραάμ. 9 Ήδη, λοιπόν, και το πελέκι βρίσκεται κοντά στη ρίζα των δέντρων. Επομένως, κάθε δέντρο που δεν κάνει καλό καρπό κόβεται εντελώς και ρίχνεται στη φωτιά». 10 Και τα πλήθη τον επερωτούσαν λέγοντας: «Τι λοιπόν να κάνουμε;» 11 Αφού αποκρίθηκε, τότε, τους έλεγε: «Όποιος έχει δύο χιτώνες ας δώσει σ’ αυτόν που δεν έχει, και όποιος έχει τροφές ας κάνει ομοίως». 12 Ήρθαν τότε και τελώνες να βαφτιστούν και είπαν προς αυτόν: «Δάσκαλε, τι να κάνουμε;» 13 Εκείνος είπε προς αυτούς: «Τίποτα περισσότερο να μην εισπράττετε παρά ό,τι σας έχουν διατάξει». 14 Τον επερωτούσαν τότε και οι στρατευόμενοι λέγοντας: «Τι να κάνουμε κι εμείς;» Και είπε σ’ αυτούς: «Κανέναν να μην εκβιάσετε μήτε να συκοφαντήσετε, αλλά να αρκείστε στο μισθό σας». 15 Ενώ ο λαός προσδοκούσε, λοιπόν, και διαλογίζονταν όλοι μέσα στις καρδιές τους για τον Ιωάννη μήπως αυτός είναι ο Χριστός, 16 έλαβε το λόγο και είπε σ’ όλους ο Ιωάννης: «Εγώ, βέβαια, σας βαφτίζω σε νερό. Έρχεται όμως ο ισχυρότερός μου, του οποίου δεν είμαι ικανός να λύσω το λουρί των υποδημάτων του· αυτός θα σας βαφτίσει μέσα σε Πνεύμα Άγιο και σε φωτιά. 17 Αυτού το φτυάρι είναι στο χέρι του, για να λιχνίσει και να καθαρίσει εντελώς το αλώνι του και να συνάξει το σιτάρι στην αποθήκη του, ενώ το άχυρο θα το κατακάψει με φωτιά άσβεστη». 18 Πράγματι, λοιπόν, και με πολλά άλλα πρότρεπε και ευαγγέλιζε το λαό. 19 Αλλά ο Ηρώδης ο τετράρχης, επειδή ελεγχόταν από αυτόν για την Ηρωδιάδα, τη γυναίκα του αδελφού του, και για όλα όσα κακά έκανε ο Ηρώδης, 20 πρόσθεσε και αυτό πάνω σε όλα και κατέκλεισε τον Ιωάννη στη φυλακή.
21 Συνέβηκε, λοιπόν, όταν βαφτίστηκε όλος ο λαός, και μόλις ο Ιησούς βαφτίστηκε και προσευχόταν, να ανοιχτεί ο ουρανός 22 και να κατεβεί το Πνεύμα το Άγιο με σωματική μορφή σαν περιστέρι πάνω του, και να γίνει φωνή από τον ουρανό: «Εσύ είσαι ο Υιός μου ο αγαπητός, σ’ εσένα ευαρεστήθηκα».
23 Και αυτός ήταν ο Ιησούς, που άρχιζε περίπου τριάντα ετών, όντας γιος, όπως νόμιζαν, του Ιωσήφ, του Ηλί, 24 του Μαθθάτ, του Λευί, του Μελχί, του Ιανναί, του Ιωσήφ, 25 του Ματταθία, του Αμώς, του Ναούμ, του Εσλί, του Ναγγαί, 26 του Μάαθ, του Ματταθία, του Σεμεΐν, του Ιωσήχ, του Ιωδά, 27 του Ιωανάν, του Ρησά, του Ζοροβαβέλ, του Σαλαθιήλ, του Νηρί, 28 του Μελχί, του Αδδί, του Κωσάμ, του Ελμαδάμ, του Ηρ, 29 του Ιησού, του Ελιέζερ, του Ιωρίμ, του Μαθθάτ, του Λευί, 30 του Συμεών, του Ιούδα, του Ιωσήφ, του Ιωνάμ, του Ελιακίμ, 31 του Μελεά, του Μεννά, του Ματταθά, του Ναθάμ, του Δαβίδ, 32 του Ιεσσαί, του Ιωβήδ, του Βοόζ, του Σαλά, του Ναασσών, 33 του Αμιναδάβ, του Αδμίν, του Αρνίο, του Εσρώμ, του Φάρες, του Ιούδα, 34 του Ιακώβ, του Ισαάκ, του Αβραάμ, του Θάρα, του Ναχώρ, 35 του Σερούχ, του Ραγαύ, του Φάλεκ, του Έβερ, του Σαλά, 36 του Καϊνάμ, του Αρφαξάδ, του Σημ, του Νώε, του Λάμεχ, 37 του Μαθουσάλα, του Ενώχ, του Ιάρετ, του Μαλελεήλ, του Καϊνάμ, 38 του Ενώς, του Σηθ, του Αδάμ, του Θεού.
Κεφάλαιον 4
1 Ο Ιησούς, λοιπόν, πλήρης Πνεύματος Αγίου επέστρεψε από τον Ιορδάνη και φερόταν με το Πνεύμα στην έρημο, 2 και για σαράντα ημέρες πειραζόταν από το Διάβολο. Και εκείνες τις ημέρες δεν έφαγε τίποτε, αλλά πείνασε όταν αυτές συντελέστηκαν. 3 Του είπε τότε ο Διάβολος: «Αν είσαι Υιός του Θεού, πες στο λίθο τούτο να γίνει άρτος». 4 Και ο Ιησούς αποκρίθηκε προς αυτόν: «Είναι γραμμένο: Με άρτο μόνο δε θα ζήσει ο άνθρωπος». 5 Και αφού τον έφερε πάνω, του έδειξε όλες τις βασιλείες της οικουμένης σε μια στιγμή του χρόνου, 6 και ο Διάβολος του είπε: «Σ’ εσένα θα δώσω όλη αυτήν την εξουσία και τη δόξα τους, γιατί έχει παραδοθεί σ’ εμένα και τη δίνω σ’ όποιον θέλω. 7 Αν λοιπόν εσύ προσκυνήσεις μπροστά μου, θα είναι όλη δική σου». 8 Και τότε αποκρίθηκε ο Ιησούς και του είπε: «Είναι γραμμένο: Κύριο το Θεό σου να προσκυνήσεις και αυτόν μόνο να λατρέψεις». 9 Τον έφερε τότε στην Ιερουσαλήμ και τον έστησε πάνω στο πτερύγιο του ναού και του είπε: «Αν είσαι Υιός του Θεού, ρίξε τον εαυτό σου από εδώ κάτω· 10 γιατί είναι γραμμένο: Στους αγγέλους του θα δώσει εντολή για σένα, να σε διαφυλάξουν, 11 καί: πάνω στα χέρια τους θα σε σηκώσουν, μην τυχόν σκοντάψεις σε λίθο το πόδι σου». 12 Και ο Ιησούς αποκρίθηκε και είπε σ’ αυτόν: «Έχει ειπωθεί: Δε θα πειράξεις Κύριο το Θεό σου». 13 Και αφού τέλειωσε κάθε πειρασμό, ο Διάβολος απομακρύνθηκε από αυτόν μέχρι τον κατάλληλο καιρό.