Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен (книга читать онлайн бесплатно без регистрации .TXT) 📗
66 Και ενώ ο Πέτρος ήταν κάτω στην αυλή, έρχεται μία από τις μικρές δούλες του αρχιερέα 67 και, όταν είδε τον Πέτρο να θερμαίνεται, τον κοίταξε μέσα στα μάτια και του λέει: «Κι εσύ μαζί με το Ναζαρηνό ήσουν, τον Ιησού». 68 Εκείνος το αρνήθηκε λέγοντας: «Ούτε ξέρω ούτε καταλαβαίνω εσύ τι λες». Και βγήκε έξω στο προαύλιο. Και λάλησε ένας πετεινός. 69 Και η μικρή δούλη, όταν τον είδε, άρχισε πάλι να λέει σ’ όσους είχαν σταθεί εκεί: «Αυτός είναι από αυτούς». 70 Εκείνος πάλι αρνιόταν. Και μετά από λίγο, πάλι όσοι είχαν σταθεί εκεί, έλεγαν στον Πέτρο: «Αλήθεια, από αυτούς είσαι, γιατί είσαι και Γαλιλαίος». 71 Εκείνος άρχισε να αναθεματίζει και να ορκίζεται: «Δεν ξέρω τον άνθρωπο τούτον που λέτε». 72 Και ευθύς για δεύτερη φορά ένας πετεινός λάλησε. Και θυμήθηκε ο Πέτρος το λόγο καθώς του είπε ο Ιησούς: «Πριν ο πετεινός λαλήσει δύο φορές, τρεις θα με απαρνηθείς» – και αφού έπεσε πάνω στη γη, έκλαιγε.
Κεφάλαιον 15
1 Και ευθύς το πρωί έκαναν συμβούλιο οι αρχιερείς μαζί με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς και όλο το συνέδριο και, αφού έδεσαν τον Ιησού, τον έφεραν και τον παρέδωσαν στον Πιλάτο. 2 Και τον επερώτησε ο Πιλάτος: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Εκείνος του αποκρίθηκε και λέει: «Εσύ το λες». 3 Και οι αρχιερείς τον κατηγορούσαν πολλά. 4 Ο Πιλάτος λοιπόν πάλι τον επερωτούσε λέγοντας: «Δεν αποκρίνεσαι τίποτα; Δες πόσα σε κατηγορούν». 5 Αλλά ο Ιησούς τίποτα πια δεν αποκρίθηκε, ώστε θαύμαζε ο Πιλάτος.
6 Κατά την εορτή, λοιπόν, τους απέλυε ένα φυλακισμένο, όποιον ζητούσαν. 7 Ήταν τότε φυλακισμένος ο λεγόμενος Βαραββάς μαζί με τους στασιαστές, οι οποίοι κατά τη στάση είχαν κάνει φόνο. 8 Και όταν ανέβηκε το πλήθος, άρχισε να του ζητά καθώς τους έκανε. 9 Ο Πιλάτος τότε τους αποκρίθηκε λέγοντας: «Θέλετε να σας απολύσω το βασιλιά των Ιουδαίων;» 10 Γιατί γνώριζε ότι από φθόνο τον είχαν παραδώσει οι αρχιερείς. 11 Αλλά οι αρχιερείς ξεσήκωσαν το πλήθος, για να τους απολύσει μάλλον το Βαραββά. 12 Ο Πιλάτος τότε, πάλι έλαβε το λόγο και τους έλεγε: «Τι θέλετε λοιπόν να κάνω αυτόν που λέτε “βασιλιά των Ιουδαίων”;» 13 Εκείνοι πάλι έκραξαν: «Σταύρωσέ τον». 14 Ο Πιλάτος όμως τους έλεγε: «Γιατί, τι κακό έκανε;» Εκείνοι περισσότερο έκραξαν: «Σταύρωσέ τον». 15 Ο Πιλάτος, λοιπόν, θέλοντας να ικανοποιήσει τον όχλο, τους απόλυσε το Βαραββά και παράδωσε τον Ιησού, αφού τον μαστίγωσε, για να σταυρωθεί.
16 Οι στρατιώτες τότε τον οδήγησαν μέσα στην εσωτερική αυλή, το οποίο είναι το πραιτώριο, και συγκαλούν όλη τη στρατιωτική μονάδα. 17 Και τον ντύνουν με πορφύρα και του θέτουν γύρω από το κεφάλι ένα αγκάθινο στεφάνι που έπλεξαν. 18 Και άρχισαν να τον χαιρετούν: «Χαίρε, βασιλιά των Ιουδαίων». 19 Και χτυπούσαν το κεφάλι του με καλάμι και τον έφτυναν και, αφού έπεσαν στα γόνατα, τον προσκυνούσαν. 20 Και όταν τον ενέπαιξαν, τον έγδυσαν από την πορφύρα και τον έντυσαν με τα ρούχα του. Και τον οδηγούν έξω για να τον σταυρώσουν.
21 Και αγγαρεύουν κάποιον που περνούσε από εκεί κοντά, το Σίμωνα τον Κυρηναίο, που ερχόταν από την εξοχή, τον πατέρα του Αλέξανδρου και του Ρούφου, για να σηκώσει το σταυρό του. 22 Και τον φέρνουν πάνω στον τόπο του Γολγοθά, που ερμηνεύεται, “Κρανίου Τόπος”. 23 Και του έδιναν κρασί με σμύρνα· αλλά αυτός δεν το έλαβε. 24 Και τον σταυρώνουν και διαμοιράζονται τα ιμάτιά του, ρίχνοντας κλήρο γι’ αυτά τι κανείς θα πάρει. 25 Ήταν τότε εννιά η ώρα το πρωί, και τον σταύρωσαν. 26 Και ήταν η επιγραφή της αιτίας της καταδίκης του γραμμένη από πάνω του: “Ο βασιλιάς των Ιουδαίων”. 27 Και μαζί του σταυρώνουν δύο ληστές, έναν από τα δεξιά και έναν από τα αριστερά του. 28 [Και εκπληρώθηκε η Γραφή που λέει: Και μαζί με άνομους λογαριάστηκε.] 29 Και εκείνοι που πορεύονταν δίπλα του τον βλαστημούσαν κουνώντας τα κεφάλια τους και λέγοντας: «Α, εσύ που καταστρέφεις το ναό και τον οικοδομείς σε τρεις ημέρες, 30 σώσε τον εαυτό σου και κατέβα από το σταυρό». 31 Όμοια και οι αρχιερείς τον ενέπαιζαν μεταξύ τους μαζί με τους γραμματείς και έλεγαν: «Άλλους έσωσε, τον εαυτό του δε δύναται να σώσει. 32 Ο Χριστός, ο βασιλιάς του Ισραήλ, ας κατεβεί τώρα από το σταυρό, για να δούμε και να πιστέψουμε». Και αυτοί που ήταν σταυρωμένοι μαζί του τον έβριζαν.
33 Και όταν έγινε δώδεκα η ώρα το μεσημέρι, έγινε σκοτάδι πάνω σε όλη τη γη ως τις τρεις η ώρα το απόγευμα. 34 Και στις τρεις η ώρα βόησε ο Ιησούς με φωνή μεγάλη: «Ελωι ελωι λεμα σαβαχθανι;», που όταν ερμηνεύεται σημαίνει: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» 35 Και μερικοί από αυτούς που είχαν σταθεί εκεί κοντά, όταν άκουσαν, έλεγαν: «Δες, τον Ηλία φωνάζει». 36 Έτρεξε τότε κάποιος και, αφού γέμισε ένα σφουγγάρι με ξίδι, το έθεσε γύρω από ένα καλάμι και του έδινε να πιει λέγοντας: «Αφήστε, ας δούμε αν έρχεται ο Ηλίας να τον κατεβάσει». 37 Και ο Ιησούς, αφού άφησε να βγει φωνή μεγάλη, εξέπνευσε. 38 Και το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στα δύο από πάνω ως κάτω. 39 Όταν είδε τότε ο εκατόνταρχος, που είχε σταθεί απέναντί του, ότι έτσι εξέπνευσε, είπε: «Αλήθεια, αυτός ο άνθρωπος ήταν Υιός Θεού». 40 Και ήταν και γυναίκες από μακριά που κοιτούσαν, μεταξύ των οποίων και η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή, και η Σαλώμη, 41 οι οποίες, όταν ο Ιησούς ήταν στη Γαλιλαία, τον ακολουθούσαν και τον διακονούσαν. Ήταν επίσης και πολλές άλλες που ανέβηκαν μαζί του στα Ιεροσόλυμα.
42 Και όταν ήδη έγινε βράδυ, επειδή ήταν Παρασκευή, που είναι η προηγούμενη ημέρα του Σαββάτου, 43 ήρθε ο Ιωσήφ, που καταγόταν από την Αριμαθαία, σεβαστό μέλος του Συνεδρίου, που κι αυτός περίμενε τη βασιλεία του Θεού, ο οποίος τόλμησε, εισήλθε και παρουσιάστηκε μπροστά στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού. 44 Αλλά ο Πιλάτος θαύμασε απορώντας αν είχε ήδη πεθάνει και, αφού προσκάλεσε τον εκατόνταρχο, τον ρώτησε αν πέθανε από ώρα. 45 Και όταν το έμαθε από τον εκατόνταρχο, δώρισε το πτώμα στον Ιωσήφ. 46 Και εκείνος αφού αγόρασε ένα σεντόνι, τον κατέβασε από το σταυρό, τον τύλιξε στο σεντόνι και τον έθεσε μέσα σε μνήμα που ήταν λατομημένο στο βράχο. Και μετά κύλησε ένα λίθο πάνω στη θύρα του μνήματος. 47 Τότε η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιωσή κοιτούσαν πού έχει τεθεί.
Κεφάλαιον 16