Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен (книга читать онлайн бесплатно без регистрации .TXT) 📗
10 Και ο Ιούδας Ισκαριώτης, ο ένας από τους δώδεκα, πήγε προς τους αρχιερείς, για να τους τον παραδώσει. 11 Εκείνοι, όταν το άκουσαν, χάρηκαν, και του υποσχέθηκαν να του δώσουν αργυρά νομίσματα. Και ζητούσε ευκαιρία πώς να τον παραδώσει.
12 Και την πρώτη ημέρα της εορτής των Αζύμων, όταν θυσίαζαν το Πάσχα, του λένε οι μαθητές του: «Πού θέλεις να πάμε και να ετοιμάσουμε, για να φας το Πάσχα;» 13 Και αποστέλλει δύο από τους μαθητές του και τους λέει: «Πηγαίνετε στην πόλη και θα σας συναντήσει ένας άνθρωπος, βαστάζοντας στάμνα με νερό. Ακολουθήστε τον 14 και, όπου εισέλθει, πείτε στον οικοδεσπότη ότι ο δάσκαλος λέει: “Πού είναι το κατάλυμά μου όπου το Πάσχα θα φάω μαζί με τους μαθητές μου”; 15 Και αυτός θα σας δείξει ανώγι μεγάλο, στρωμένο έτοιμο· και εκεί ετοιμάστε για μας». 16 Και εξήλθαν οι μαθητές και ήρθαν στην πόλη και βρήκαν καθώς τους είπε και ετοίμασαν το Πάσχα. 17 Και όταν βράδιασε, έρχεται μαζί με τους δώδεκα. 18 Και ενώ αυτοί ξάπλωναν και έτρωγαν, ο Ιησούς είπε: «Αλήθεια σας λέω ότι ένας από εσάς θα με προδώσει· εκείνος που τρώει μαζί μου». 19 Αυτοί άρχισαν να λυπούνται και να του λένε ένας-ένας: «Μήπως εγώ;» 20 Εκείνος τους είπε: «Είναι ένας από τους δώδεκα, αυτός που βουτά μαζί μου στο βαθύ πιάτο. 21 Γιατί ο Υιός του ανθρώπου, βέβαια, πηγαίνει καθώς είναι γραμμένο γι’ αυτόν, αλίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνο μέσω του οποίου ο Υιός του ανθρώπου προδίδεται· θα ήταν καλό γι’ αυτόν αν εκείνος ο άνθρωπος δεν είχε γεννηθεί».
22 Και ενώ αυτοί έτρωγαν, έλαβε άρτο, αφού ευλόγησε το Θεό, τον έκοψε με τα χέρια και τους τον έδωσε και είπε: «Λάβετε, τούτο είναι το σώμα μου». 23 Και αφού έλαβε ποτήρι, ευχαρίστησε το Θεό, τους το έδωσε και ήπιαν όλοι από αυτό. 24 Και τους είπε: «Τούτο είναι το αίμα μου, της διαθήκης, που χύνεται υπέρ πολλών. 25 Αλήθεια σας λέω ότι δε θα πιω πια από το γέννημα της αμπέλου ως την ημέρα εκείνη, όταν θα το πίνω καινούργιο μέσα στη βασιλεία του Θεού». 26 Και αφού ύμνησαν, εξήλθαν στο Όρος των Ελαιών.
27 Και τους λέει ο Ιησούς: «Όλοι θα σκανδαλιστείτε, γιατί είναι γραμμένο: Θα χτυπήσω τον ποιμένα και τα πρόβατα θα διασκορπιστούν. 28 Αλλά μετά την έγερσή μου θα πάω πριν από εσάς στη Γαλιλαία». 29 Ο Πέτρος όμως του είπε: «Αν και όλοι μπορεί να σκανδαλιστούν αλλά όχι εγώ». 30 Και του λέει ο Ιησούς: «Αλήθεια σου λέω ότι εσύ σήμερα, αυτήν τη νύχτα, πριν ο πετεινός λαλήσει δύο φορές, τρεις θα με απαρνηθείς». 31 Εκείνος ακόμη περισσότερο έλεγε: «Κι αν χρειαστεί να πεθάνω μαζί σου, δε θα σε απαρνηθώ». Ομοίως μάλιστα και όλοι έλεγαν.
32 Και έρχονται σε μια περιοχή που έχει το όνομα Γεθσημανή και λέει στους μαθητές του: «Καθίστε εδώ, ωσότου προσευχηθώ». 33 Και παραλαβαίνει μαζί του τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και άρχισε να μένει έκθαμβος και να αδημονεί. 34 Και τους λέει: «Περίλυπη είναι η ψυχή μου, ως το θάνατο. Μείνετε εδώ και αγρυπνείτε». 35 Και αφού προχώρησε σε μικρή απόσταση, έπεφτε στη γη και προσευχόταν για να παρέλθει από αυτόν, αν ήταν δυνατό, εκείνη η ώρα. 36 Και έλεγε: «Αββά, Πατέρα, όλα είναι δυνατά σ’ εσένα. Απομάκρυνε αυτό το ποτήρι από εμένα· αλλά όχι ό,τι εγώ θέλω, αλλά ό,τι εσύ». 37 Και έρχεται και τους βρίσκει να κοιμούνται, και λέει στον Πέτρο: «Σίμωνα, κοιμάσαι; Δεν μπόρεσες μια ώρα να αγρυπνήσεις; 38 Αγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να μην έρθετε σε πειρασμό. Το πνεύμα είναι βεβαίως πρόθυμο, αλλά η σάρκα ασθενής». 39 Και πάλι έφυγε και προσευχήθηκε και είπε τα ίδια λόγια. 40 Και πάλι ήρθε και τους βρήκε να κοιμούνται, γιατί τα μάτια τους ήταν πολύ βαριά από τη νύστα και δεν ήξεραν τι να του αποκριθούν. 41 Και έρχεται για τρίτη φορά και τους λέει: «Κοιμάστε λοιπόν και αναπαύεστε· φτάνει. Ήρθε η ώρα, ιδού, παραδίνεται ο Υιός του ανθρώπου στα χέρια των αμαρτωλών. 42 Σηκώνεστε, ας πηγαίνουμε. Ιδού, αυτός που θα με παραδώσει έχει πλησιάσει».
43 Και ευθύς, ενώ αυτός μιλούσε ακόμα, παρουσιάζεται ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του όχλος με μάχαιρες και ξύλα από μέρους των αρχιερέων και των γραμματέων και των πρεσβυτέρων. 44 Αυτός που θα τον παράδινε είχε δώσει μάλιστα σύνθημα σ’ αυτούς λέγοντας: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· κρατήστε τον και οδηγείτε τον στο δικαστήριο με ασφάλεια». 45 Και αφού ήρθε, ευθύς πλησίασε σε αυτόν και του λέει: «Ραβί», και τον καταφίλησε. 46 Εκείνοι έβαλαν τα χέρια πάνω του και τον κράτησαν. 47 Ένας τότε, κάποιος από αυτούς που είχαν σταθεί εκεί κοντά, αφού τράβηξε τη μάχαιρα, χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του αφαίρεσε το αυτί. 48 Και έλαβε το λόγο ο Ιησούς και τους είπε: «Σαν ενάντια σε ληστή εξήλθατε με μάχαιρες και ξύλα, για να με συλλάβετε; 49 Κάθε ημέρα ήμουν κοντά σας, διδάσκοντας μέσα στο ναό, και δε με κρατήσατε. Αλλά αυτό έγινε, για να εκπληρωθούν οι Γραφές». 50 Και τότε τον άφησαν και έφυγαν όλοι.
51 Και κάποιος νεαρός ακολουθούσε μαζί του περιτυλιγμένος με σεντόνι πάνω στο γυμνό του σώμα· και τον κρατούν. 52 Εκείνος εγκατέλειψε το σεντόνι και έφυγε γυμνός.
53 Και οδήγησαν τον Ιησού προς τον αρχιερέα, και συνέρχονται όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς. 54 Και ο Πέτρος από μακριά τον ακολούθησε ως μέσα στην αυλή του αρχιερέα, και καθόταν μαζί με τους υπηρέτες και θερμαινόταν κοντά στο φως της φωτιάς. 55 Οι αρχιερείς, λοιπόν, και όλο το συνέδριο ζητούσαν μαρτυρία κατά του Ιησού, για να τον θανατώσουν, και δεν εύρισκαν. 56 Γιατί πολλοί ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του, αλλά οι μαρτυρίες δεν ήταν σύμφωνες. 57 Και μερικοί, αφού σηκώθηκαν, ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του λέγοντας: 58 «Εμείς τον ακούσαμε να λέει: “Εγώ θα καταστρέψω το ναό τούτο το χειροποίητο και μέσα σε τρεις ημέρες άλλο αχειροποίητο θα οικοδομήσω”». 59 Αλλά ούτε έτσι δεν ήταν σύμφωνη η μαρτυρία τους. 60 Και τότε σηκώθηκε ο αρχιερέας στο μέσο και επερώτησε τον Ιησού λέγοντας: «Δεν αποκρίνεσαι τίποτα; Τι μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου;» 61 Εκείνος σιωπούσε και δεν αποκρίθηκε τίποτα. Πάλι ο αρχιερέας τον επερωτούσε και λέει σ’ αυτόν: «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Ευλογητού;» 62 Ο Ιησούς τότε είπε: «Εγώ είμαι, και θα δείτε τον Υιό του ανθρώπου από τα δεξιά να κάθεται της Δύναμης και να έρχεται μαζί με τις νεφέλες του ουρανού». 63 Ο αρχιερέας τότε, αφού ξέσχισε τους χιτώνες του, λέει: «Τι ανάγκη έχουμε ακόμα από μάρτυρες; 64 Ακούσατε τη βλαστήμια. Τι σας φαίνεται;» Εκείνοι όλοι τον κατάκριναν πως είναι ένοχος θανάτου. 65 Και άρχισαν μερικοί να τον φτύνουν και να περικαλύπτουν το πρόσωπό του και να τον χαστουκίζουν και να του λένε: «Προφήτεψε». Και οι υπηρέτες τον πήραν στα χαστούκια.