Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен (книга читать онлайн бесплатно без регистрации .TXT) 📗
39 Όταν λοιπόν ξημέρωσε, τη γη δεν την αναγνώριζαν, αλλά αντιλήφτηκαν κάποιον κόλπο που είχε γιαλό, στον οποίο σκόπευαν, αν μπορούσαν, να εξωθήσουν το πλοίο. 40 Και αφού έλυσαν τις άγκυρες, τις άφηναν στη θάλασσα, συγχρόνως έλυσαν τους ιμάντες των πηδαλίων και, αφού σήκωσαν πάνω το πανί της πλώρης προς τον άνεμο που έπνεε, κρατούσαν κατεύθυνση προς το γιαλό. 41 Επειδή όμως περιέπεσαν σε τόπο που κυκλωνόταν σε δύο μέρη από θάλασσα, εξόκειλαν το πλοίο, και αφενός η πλώρη μπήχτηκε και έμεινε ασάλευτη, αφετέρου η πρύμη διαλυόταν από τη βία των κυμάτων. 42 Τότε οι στρατιώτες έλαβαν απόφαση να σκοτώσουν τους φυλακισμένους, για να μην κολυμπήσει κανείς έξω και διαφύγει. 43 Αλλά ο εκατόνταρχος, επειδή ήθελε να διασώσει τον Παύλο, τους εμπόδισε από την απόφασή τους. Και διέταξε αυτούς που μπορούσαν να κολυμπούν να τους ρίξουν πρώτους, για να βγουν στη ξηρά. 44 Και οι υπόλοιποι να βγουν, άλλοι πάνω σε σανίδες και άλλοι πάνω σε κάποια συντρίμμια που ήταν από το πλοίο. Και έτσι συνέβηκε όλοι να διασωθούν πάνω στην ξηρά.
Κεφάλαιον 28
1 Και όταν διασωθήκαμε, τότε μάθαμε ότι το νησί καλείται Μελίτη. 2 Και οι βάρβαροι παρείχαν σ’ εμάς όχι τη συνηθισμένη φιλανθρωπία, γιατί άναψαν φωτιά και δέχτηκαν όλους εμάς, εξαιτίας της βροχής που είχε επέλθει και εξαιτίας του ψύχους. 3 Συγκέντρωσε τότε ο Παύλος κάμποσο πλήθος φρυγάνων και, όταν τα έθεσε πάνω στη φωτιά, μια έχιδνα από τη ζέστη εξήλθε και προσκολλήθηκε με τα δόντια της στο χέρι του. 4 Μόλις λοιπόν είδαν οι βάρβαροι να κρέμεται το θηρίο από το χέρι του, έλεγαν μεταξύ τους: «Εξάπαντος είναι φονιάς ο άνθρωπος αυτός που, ενώ διασώθηκε από τη θάλασσα, η θεία δίκη δεν τον άφησε να ζει». 5 Αυτός λοιπόν αποτίναξε το θηρίο στη φωτιά και δεν έπαθε κανένα κακό, 6 ενώ εκείνοι περίμεναν αυτός να μέλλει να πρήζεται ή να πέφτει κάτω ξαφνικά νεκρός. Επειδή λοιπόν περίμεναν για πολύ και έβλεπαν τίποτα αφύσικο να μη γίνεται σ’ αυτόν, μετέβαλαν γνώμη και έλεγαν πως αυτός είναι θεός. 7 Γύρω λοιπόν από τον τόπο εκείνο υπήρχαν χωράφια που ανήκαν στον πρώτο του νησιού με το όνομα Πόπλιος, ο οποίος μας δέχτηκε τρεις ημέρες και φιλόφρονα μας φιλοξένησε. 8 Συνέβηκε τότε ο πατέρας του Πόπλιου να υποφέρει κατάκοιτος με πυρετούς και με δυσεντερία, προς τον οποίο ο Παύλος εισήλθε και, αφού προσευχήθηκε, επέθεσε τα χέρια σ’ αυτόν και τον γιάτρεψε. 9 Όταν έγινε αυτό, και οι υπόλοιποι που είχαν στο νησί ασθένειες προσέρχονταν και θεραπεύονταν, 10 οι οποίοι και με πολλές τιμές μας τίμησαν και, όταν επρόκειτο να ανοιγόμαστε στο πέλαγος, μας εφοδίασαν αυτά που είχαμε ανάγκη.
11 Μετά λοιπόν από τρεις μήνες ανοιχτήκαμε στο πέλαγος με πλοίο αλεξανδρινό, που είχε παραχειμάσει στο νησί, με παράσημο τους Διόσκουρους. 12 Και αφού προσορμιστήκαμε στις Συρακούσες, παραμείναμε εκεί τρεις ημέρες, 13 απ’ όπου αποσυρθήκαμε και καταφτάσαμε στο Ρήγιο. Και μετά από μία ημέρα, επειδή σηκώθηκε νοτιάς, μέσα σε δύο ημέρες ήρθαμε στους Ποτιόλους 14 όπου βρήκαμε αδελφούς και μας παρακάλεσαν να παραμείνουμε κοντά τους εφτά ημέρες· και έτσι ήρθαμε στη Ρώμη. 15 Και από εκεί οι αδελφοί, όταν άκουσαν τα σχετικά για μας, ήρθαν σε συνάντησή μας μέχρι τον Άππιο Φόρο και τις Τρεις Ταβέρνες, τους οποίους, όταν είδε ο Παύλος, ευχαρίστησε το Θεό και έλαβε θάρρος. 16 Όταν λοιπόν εισήλθαμε στη Ρώμη, επιτράπηκε στον Παύλο να μένει μόνος του μαζί με το στρατιώτη που τον φύλαγε.
17 Και συνέβηκε μετά από τρεις ημέρες αυτός να συγκαλέσει όσους ήταν από τους Ιουδαίους πρώτοι. Και αφού συγκεντρώθηκαν, έλεγε προς αυτούς: «Εγώ, άντρες αδελφοί, ενώ τίποτα δεν έκανα ενάντια στο λαό μας ή στα έθιμα τα πατρώα, παραδόθηκα φυλακισμένος από τα Ιεροσόλυμα στα χέρια των Ρωμαίων, 18 οι οποίοι, αφού με ανάκριναν, ήθελαν να με απολύσουν, γιατί καμία αιτία άξια θανάτου δεν υπάρχει σ’ εμένα. 19 Επειδή όμως αντίλεγαν οι Ιουδαίοι, αναγκάστηκα να επικαλεστώ τον Καίσαρα, όχι πως έχω κάτι να κατηγορώ το έθνος μου. 20 Γι’ αυτή λοιπόν την αιτία παρακάλεσα να σας δω και να μιλήσω προς εσάς, επειδή εξαιτίας της ελπίδας του Ισραήλ είμαι περιζωσμένος με αυτήν την αλυσίδα». 21 Εκείνοι είπαν προς αυτόν: «Εμείς ούτε γράμματα για σένα δεχτήκαμε από την Ιουδαία ούτε κάποιος από τους αδελφούς παρουσιάστηκε και ανάγγειλε ή μίλησε για σένα κάτι κακό. 22 Αξιώνουμε, λοιπόν, από εσένα να ακούσουμε αυτά που φρονείς, γιατί βέβαια για την αίρεση αυτήν είναι γνωστό σ’ εμάς ότι παντού αντιλέγεται». 23 Αφού του έταξαν λοιπόν μια ημέρα, ήρθαν προς αυτόν περισσότεροι στο κατάλυμα όπου φιλοξενούνταν, στους οποίους εξέθετε, μαρτυρώντας επίσημα τη βασιλεία του Θεού, και προσπαθούσε να τους πείθει για τον Ιησού και από το νόμο του Μωυσή και από τους προφήτες, από το πρωί ως το βράδυ. 24 Και οι μεν πείθονταν στα λεγόμενά του, οι δε απιστούσαν. 25 Δε συμφωνούσαν λοιπόν μεταξύ τους και έφευγαν, αφού είπε ο Παύλος ένα λόγο: «Καλά μίλησε το Πνεύμα το Άγιο μέσω του Ησαΐα του προφήτη προς τους πατέρες σας, 26 λέγοντας: Πήγαινε προς το λαό τούτο και πες: “Με την ακοή θ’ ακούτε, αλλά δε θα καταλάβετε, και βλέποντας θα βλέπετε, αλλά δε θα δείτε. 27 Γιατί πάχυνε η καρδιά του λαού τούτου και με τ’ αυτιά τους βαριάκουσαν και τους οφθαλμούς τους έκλεισαν, μην τυχόν δουν με τους οφθαλμούς και με τ’ αυτιά ακούσουν και με την καρδιά καταλάβουν και επιστρέψουν, και τους γιατρέψω”. 28 Γνωστό λοιπόν ας είναι σ’ εσάς ότι στα έθνη αποστάλθηκε τούτη η σωτηρία του Θεού· αυτοί και θα ακούσουν». 29 [Και αφού είπε αυτά, έφυγαν οι Ιουδαίοι έχοντας μεταξύ τους πολλή συζήτηση.] 30 Έμεινε λοιπόν εκεί ολόκληρη διετία σε δική του μισθωμένη οικία και δεχόταν όλους εκείνους που έμπαιναν προς αυτόν, 31 κηρύττοντας τη βασιλεία του Θεού και διδάσκοντας τα σχετικά με τον Κύριο Ιησού Χριστό με όλη την παρρησία ανεμπόδιστα.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ
Κεφάλαιον 1
1 Παύλος, δούλος του Χριστού Ιησού, κλητός απόστολος, ξεχωρισμένος για το ευαγγέλιο του Θεού, 2 το οποίο προϋποσχέθηκε μέσω των προφητών του στις άγιες Γραφές 3 αναφορικά με τον Υιό του, που γεννήθηκε κατά σάρκα από το σπέρμα του Δαβίδ, 4 ο οποίος ορίστηκε Υιός Θεού με υπερφυσική δύναμη σύμφωνα με το Πνεύμα της αγιοσύνης μέσω της ανάστασής του από τους νεκρούς: ο Ιησούς Χριστός ο Κύριός μας. 5 Μέσω αυτού λάβαμε χάρη και αποστολή ανάμεσα σ’ όλα τα έθνη υπέρ του ονόματός του, για να έρθουν στην υπακοή της πίστης, 6 μεταξύ των οποίων είστε κι εσείς κλητοί του Ιησού Χριστού 7 - προς όλους όσοι είναι στη Ρώμη, στους αγαπητούς του Θεού, στους κλητούς αγίους. Χάρη σ’ εσάς και ειρήνη από το Θεό Πατέρα μας και τον Κύριο Ιησού Χριστό.
8 Πρώτα, βέβαια, ευχαριστώ το Θεό μου μέσω του Ιησού Χριστού για όλους εσάς, γιατί η πίστη σας αναγγέλλεται σε όλο τον κόσμο. 9 Μάρτυράς μου πράγματι είναι ο Θεός, που λατρεύω μέσω του πνεύματός μου με το ευαγγέλιο του Υιού του, πως αδιάλειπτα σάς θυμάμαι 10 πάντα στις προσευχές μου και προσεύχομαι μήπως έχω καλό κατευόδιο τώρα επιτέλους με το θέλημα του Θεού, για να έρθω προς εσάς. 11 Γιατί πολύ ποθώ να σας δω, για να σας μεταδώσω κάποιο πνευματικό χάρισμα, για να στηριχτείτε: 12 αυτό όμως σημαίνει, να παρηγορηθώ μαζί κι εγώ μεταξύ σας με την αμοιβαία πίστη, τη δική σας και τη δική μου. 13 Δε θέλω λοιπόν να αγνοείτε, αδελφοί, ότι πολλές φορές είχα την πρόθεση να έρθω προς εσάς, αλλά εμποδίστηκα μέχρι τώρα, για να έχω κάποιον καρπό και μεταξύ σας καθώς και μεταξύ των υπόλοιπων εθνών. 14 Στους Έλληνες και στους βάρβαρους, στους σοφούς και στους ανόητους είμαι οφειλέτης. 15 Έτσι, όσο εξαρτάται από εμένα, είμαι πρόθυμος να ευαγγελίσω και σ’ εσάς που είστε στη Ρώμη.