Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен (книга читать онлайн бесплатно без регистрации .TXT) 📗
10 Τότε οι αδελφοί αμέσως τη νύχτα έστειλαν έξω τον Παύλο και το Σίλα στη Βέροια, οι οποίοι, όταν ήρθαν, πήγαν στη συναγωγή των Ιουδαίων. 11 Αυτοί, λοιπόν, ήταν ευγενέστεροι από εκείνους που ήταν στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι δέχτηκαν το λόγο με όλη την προθυμία, εξετάζοντας κάθε ημέρα τις Γραφές αν αυτά έχουν έτσι. 12 Πράγματι, τότε πολλοί από αυτούς πίστεψαν και από τις ευυπόληπτες γυναίκες τις Ελληνίδες, και άντρες όχι λίγοι. 13 Μόλις όμως έμαθαν οι Ιουδαίοι από τη Θεσσαλονίκη ότι και στη Βέροια αναγγέλθηκε από τον Παύλο ο λόγος του Θεού, ήρθαν κι εκεί σαλεύοντας και ταράζοντας τους όχλους. 14 Και αμέσως τότε οι αδελφοί απέστειλαν έξω τον Παύλο να πορευτεί ως τη θάλασσα, και παρέμειναν ο Σίλας και ο Τιμόθεος εκεί. 15 Εκείνοι οι αδελφοί, συνοδεύοντας τον Παύλο, τον έφεραν ως την Αθήνα και, αφού έλαβαν εντολή για το Σίλα και τον Τιμόθεο να έρθουν όσο το δυνατό ταχύτερα προς αυτόν, έφυγαν.
16 Ενώ λοιπόν τους περίμενε ο Παύλος στην Αθήνα, παροξυνόταν το πνεύμα του μέσα του, επειδή έβλεπε την πόλη να είναι γεμάτη είδωλα. 17 Αφενός λοιπόν συνδιαλεγόταν στη συναγωγή με τους Ιουδαίους και με αυτούς που σέβονταν το Θεό, όπως επίσης και κάθε ημέρα στην αγορά μ’ εκείνους που τύχαινε να παρευρίσκονται. 18 Αφετέρου μερικοί και από τους επικούρειους και τους στωικούς φιλοσόφους συναντιόνταν και μιλούσαν μαζί του, και μερικοί έλεγαν: «Τι θα ήθελε να λέει ο σπερμολόγος αυτός;» Άλλοι έλεγαν: «Ξένων θεοτήτων φαίνεται πως είναι διαγγελέας» – γιατί τον Ιησού και την ανάσταση ευαγγελιζόταν. 19 Και αφού τον πήραν, τον οδήγησαν πάνω στον Άρειο Πάγο, λέγοντας: «Μπορούμε να γνωρίσουμε ποια είναι αυτή η καινούργια διδαχή που λαλείται από εσένα; 20 Γιατί κάποια παράξενα πράγματα φέρνεις μες στ’ αυτιά μας. Θέλουμε λοιπόν να γνωρίσουμε ποια είναι τα πράγματα αυτά». 21 Και οι Αθηναίοι όλοι και οι ξένοι που έμεναν εκεί δεν ευκαιρούσαν για τίποτε άλλο παρά για να λένε κάτι ή για να ακούνε κάτι πιο καινούργιο. 22 Στάθηκε τότε ο Παύλος στο μέσο του Αρείου Πάγου και είπε: «Άντρες Αθηναίοι, καθ’ όλα σας θεωρώ δεισιδαιμονέστατους. 23 Γιατί περνώντας και παρατηρώντας με προσοχή τα σεβάσματά σας βρήκα και βωμό στον οποίο είχε γραφτεί επάνω: “Στον άγνωστο θεό”. Αυτό λοιπόν που αγνοώντας σέβεστε, τούτο εγώ σας αναγγέλλω. 24 Ο Θεός που έκανε τον κόσμο και όλα όσα είναι μέσα σ’ αυτόν, επειδή είναι Κύριος ουρανού και γης, αυτός δεν κατοικεί μέσα σε χειροποίητους ναούς 25 ούτε υπηρετείται από χέρια ανθρώπινα, σαν να έχει ανάγκη από κάτι επιπλέον, αυτός που δίνει σε όλους ζωή και πνοή και τα πάντα. 26 Και έκανε από έναν κάθε έθνος ανθρώπων, για να κατοικούν πάνω σε όλο το πρόσωπο της γης, αφού όρισε προσδιορισμένους καιρούς και τις οροθεσίες της κατοικίας τους, 27 για να ζητούν το Θεό, μήπως άραγε μπορέσουν να τον ψηλαφήσουν και τον βρουν· αν και, βέβαια, δεν είναι μακριά από καθέναν από εμάς ξεχωριστά. 28 Γιατί μέσα σ’ αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε, όπως και μερικοί από τους δικούς σας ποιητές έχουν πει: “Γιατί είμαστε και γένος του”. 29 Επειδή λοιπόν είμαστε γένος του Θεού, δεν πρέπει να νομίζουμε πως η θεία φύση είναι όμοια με χρυσάφι ή με άργυρο ή με λίθο, με χάραγμα τέχνης και επινόησης ανθρώπου. 30 Τους χρόνους λοιπόν της άγνοιας παραβλέποντας πράγματι ο Θεός, τώρα παραγγέλλει στους ανθρώπους παντού να μετανοούν όλοι, 31 καθότι προσδιόρισε ημέρα κατά την οποία μέλλει να κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη, με έναν άντρα που όρισε, αφού έδωσε πιστοποίηση σε όλους, όταν τον ανάστησε από τους νεκρούς». 32 Όταν άκουσαν τότε “ανάσταση νεκρών”, οι μεν χλεύαζαν, οι δε είπαν: «Θα σε ακούσουμε σχετικά με αυτό και πάλι». 33 Έτσι ο Παύλος εξήλθε από ανάμεσά τους. 34 Μερικοί όμως άντρες προσκολλήθηκαν σ’ αυτόν και πίστεψαν, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και μια γυναίκα με το όνομα Δάμαρις και άλλοι μαζί τους.
Κεφάλαιον 18
1 Μετά από αυτά αναχώρησε από την Αθήνα και ήρθε στην Κόρινθο. 2 Και βρήκε κάποιον Ιουδαίο με το όνομα Ακύλας, Πόντιο στο γένος, που είχε έρθει πρόσφατα από την Ιταλία, και την Πρίσκιλλα τη γυναίκα του, γιατί είχε διατάξει ο Κλαύδιος να αναχωρήσουν όλοι οι Ιουδαίοι από τη Ρώμη, και προσήλθε σ’ αυτούς. 3 Και επειδή ήταν ομότεχνος, έμενε κοντά τους και εργαζόταν· γιατί ήταν σκηνοποιοί στην τέχνη. 4 Συνδιαλεγόταν λοιπόν μέσα στη συναγωγή κάθε Σάββατο και έπειθε Ιουδαίους και Έλληνες. 5 Μόλις λοιπόν κατέβηκαν από τη Μακεδονία ο Σίλας και ο Τιμόθεος, πιεζόταν από το λόγο του Θεού ο Παύλος και μαρτυρούσε επίσημα στους Ιουδαίους πως ο Χριστός είναι ο Ιησούς. 6 Επειδή όμως αυτοί αντιτάσσονταν και βλαστημούσαν, τίναξε τα ρούχα του και είπε προς αυτούς: «Το αίμα σας πάνω στο κεφάλι σας· εγώ είμαι καθαρός. Από τώρα θα πηγαίνω στους εθνικούς». 7 Και αφού έφυγε από εκεί, εισήλθε στην οικία κάποιου με το όνομα Τίτιος Ιούστος, που σεβόταν το Θεό, του οποίου η οικία συνόρευε με τη συναγωγή. 8 Και ο Κρίσπος ο αρχισυνάγωγος πίστεψε στον Κύριο μαζί με όλο τον οίκο του, και πολλοί από τους Κορίνθιους, ακούγοντας, πίστευαν και βαφτίζονταν. 9 Είπε τότε ο Κύριος τη νύχτα με όραμα στον Παύλο: «Μη φοβάσαι, αλλά μίλα και μη σωπάσεις, 10 γιατί εγώ είμαι μαζί σου και κανείς δε θα σου επιτεθεί, για να σε κακοποιήσει, γιατί έχω πολύ λαό στην πόλη αυτή». 11 Κάθισε λοιπόν ένα έτος και έξι μήνες, διδάσκοντας μεταξύ τους το λόγο του Θεού. 12 Όταν ήταν τότε ο Γαλλίωνας ανθύπατος της Αχαΐας, σηκώθηκαν ομόψυχα οι Ιουδαίοι εναντίον του Παύλου και τον έφεραν μπροστά στο βήμα, 13 λέγοντας: «Αντίθετα με το νόμο αυτός μεταπείθει τους ανθρώπους να σέβονται το Θεό». 14 Και ενώ έμελλε ο Παύλος να ανοίγει το στόμα του, είπε ο Γαλλίωνας προς τους Ιουδαίους: «Αν βέβαια ήταν κάποιο αδίκημα ή ραδιούργημα κακό, ω Ιουδαίοι, εύλογα θα σας ανεχόμουν. 15 Αν όμως είναι ζητήματα για λόγια και για ονόματα και για το δικό σας νόμο, δείτε τα οι ίδιοι· κριτής αυτών εγώ δε θέλω να είμαι». 16 Και τους απόδιωξε από το βήμα. 17 Έπιασαν τότε όλοι το Σωσθένη τον αρχισυνάγωγο και τον χτυπούσαν μπροστά στο βήμα· και τίποτε από αυτά δεν έμελε το Γαλλίωνα.
18 Αλλά ο Παύλος παράμεινε ακόμα αρκετές ημέρες, κατόπιν αποχαιρέτησε τους αδελφούς και εξέπλευσε προς τη Συρία και μαζί του η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας, ενώ κούρεψε στις Κεχρεές το κεφάλι του, γιατί είχε κάνει ευχή ναζηραίου. 19 Έφτασαν τότε στην Έφεσο, κι εκείνους εγκατέλειψε εκεί, αυτός όμως εισήλθε στη συναγωγή και συνδιαλέχτηκε με τους Ιουδαίους. 20 Όταν όμως αυτοί τον παρακαλούσαν να μείνει για περισσότερο χρόνο, δε συγκατένευσε. 21 Αλλά τους αποχαιρέτησε και είπε: «[Πρέπει πάντως την εορτή την ερχόμενη να την κάνω στα Ιεροσόλυμα.] Πάλι θα επιστρέψω προς εσάς αν το θέλει ο Θεός», και ανοίχτηκε στο πέλαγος από την Έφεσο. 22 Και όταν κατέβηκε στην Καισάρεια, ανέβηκε και χαιρέτησε την εκκλησία και μετά κατέβηκε στην Αντιόχεια. 23 Και αφού έμεινε εκεί λίγο χρόνο, εξήλθε, διασχίζοντας με τη σειρά τη Γαλατική χώρα και τη Φρυγία, στηρίζοντας όλους τους μαθητές.
24 Και κάποιος Ιουδαίος με το όνομα Απολλώς, Αλεξανδρινός στο γένος, άντρας λόγιος, έφτασε στην Έφεσο και ήταν δυνατός στις Γραφές. 25 Αυτός ήταν κατηχημένος στην οδό του Κυρίου και, βράζοντας στο πνεύμα, μιλούσε και δίδασκε ακριβώς τα σχετικά με τον Ιησού, γνωρίζοντας καλά μόνο το βάφτισμα του Ιωάννη. 26 Και αυτός άρχισε να μιλά με παρρησία μέσα στη συναγωγή. Όταν τον άκουσαν τότε η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας, τον πήραν κατά μέρος και ακριβέστερα του εξέθεσαν την οδό του Θεού. 27 Επειδή λοιπόν αυτός ήθελε να περάσει στην Αχαΐα, τον πρότρεψαν να το κάνει οι αδελφοί και έγραψαν στους μαθητές να τον αποδεχτούν. Αυτός, όταν έφτασε, συνέβαλε πολύ στο να ωφεληθούν αυτοί που είχαν πιστέψει με τη χάρη. 28 Γιατί έντονα έλεγχε πλήρως τους Ιουδαίους, αντικρούοντάς τους δημόσια, επιδεικνύοντας διαμέσου των Γραφών πως ο Χριστόςείναι ο Ιησούς.