Η Καινή Διαθήκη (Ελληνική Βιβλική Εταιρία) - Автор неизвестен (читать книги txt) 📗
Κεφάλαιον 7
1 «Μην κρίνετε τους συνανθρώπους σας, για να μη σας κρίνει κι εσάς ο Θεός. 2 Με το κριτήριο που κρίνετε θα κριθείτε, και με το μέτρο που μετράτε θα μετρηθείτε. 3 Πώς μπορείς και βλέπεις το σκουπιδάκι στο μάτι του αδερφού σου και δε νιώθεις ένα ολόκληρο δοκάρι στο δικό σου μάτι; 4 Ή πώς θα πεις στον αδερφό σου “άφησέ με να σου βγάλω το σκουπιδάκι από το μάτι σου”, όταν έχεις ένα ολόκληρο δοκάρι στο δικό σου μάτι; 5 Υποκριτή! Βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι, και τότε θα δεις καθαρά και θα μπορέσεις να βγάλεις το σκουπιδάκι από το μάτι του αδερφού σου».
6 «Μη δώσετε τα *άγια πράγματα στους σκύλους ούτε να πετάξετε τα μαργαριτάρια στους χοίρους, γιατί αλλιώς, οι χοίροι θα τα καταπατήσουν με τα πόδια τους κι οι σκύλοι θα στραφούν εναντίον σας και θα σας καταξεσκίσουν».
7 «Ζητάτε και θα σας δοθεί, ψάχνετε και θα βρείτε, χτυπάτε την πόρτα και θα σας ανοιχτεί. 8 Γιατί όποιος ζητάει λαβαίνει κι όποιος ψάχνει βρίσκει κι όποιος χτυπά του ανοίγεται. 9 Μα και ποιος από σας, αν του ζητήσει το παιδί του ψωμί, θα του δώσει λιθάρι; 10 Ή, αν του ζητήσει ψάρι, θα του δώσει φίδι; 11 Αφού, λοιπόν, εσείς, παρ’ όλο που είστε αμαρτωλοί, ξέρετε να δίνετε στα παιδιά σας καλά πράγματα, πολύ περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας σας θα δώσει αγαθά σ’ όσους του τα ζητούν».
12 «Όλα όσα θέλετε να σας κάνουν οι άλλοι άνθρωποι, αυτά να τους κάνετε κι εσείς· σ’ αυτό συνοψίζονται ο *νόμος και οι *προφήτες».
13 «Μπείτε από τη στενή πύλη· γιατί είναι πλατιά η πύλη κι ευρύχωρη η οδός που οδηγεί στο χαμό, και πολλοί μπαίνουν απ’ αυτήν. 14 Είναι στενή η πύλη και γεμάτη δυσκολίες η οδός που οδηγεί στη ζωή, και λίγοι είναι εκείνοι που τη βρίσκουν».
15 «Φυλαχτείτε από τους ψευδοπροφήτες, που σας έρχονται ντυμένοι σαν πρόβατα, από μέσα τους όμως είναι λύκοι αρπακτικοί. 16 Θα τους καταλάβετε από τα έργα τους. Μήπως μαζεύουν από τ’ αγκάθια σταφύλια ή από τα τριβόλια σύκα; 17 Ένα καλό δέντρο κάνει καλούς καρπούς, ενώ το άχρηστο δέντρο κάνει άχρηστους καρπούς. 18 Δεν μπορεί το καλό δέντρο να κάνει άχρηστους καρπούς ούτε το άχρηστο δέντρο να κάνει καλούς καρπούς. 19 Κι όποιο δέντρο δεν κάνει καλούς καρπούς, το κόβουν και το ρίχνουν στη φωτιά. 20 Θα τους καταλάβετε, λοιπόν, από τους καρπούς των».
21 «Στη *βασιλεία του Θεού δε θα μπει όποιος μου λέει “Κύριε, Κύριε”, αλλά όποιος κάνει το θέλημα του ουράνιου Πατέρα μου. 22 Την *ημέρα της κρίσεως πολλοί θα μου πουν: “Κύριε, Κύριε, δεν προφητέψαμε στο όνομά σου; Δε διώξαμε δαιμόνια στο όνομά σου; Δεν κάναμε τόσα θαύματα στο όνομά σου;” 23 Και τότε θα τους πω κι εγώ: “ποτέ δε σας ήξερα· φύγετε μακριά μου, εσείς που αντιστρατεύεστε το νόμο του Θεού”».
24 «Όποιος ακούει αυτά τα λόγια μου και τα τηρεί, αυτόν τον παρομοιάζω μ’ έναν συνετό άνθρωπο, που έχτισε το σπίτι του πάνω στο βράχο. 25 Έτσι, όταν ήρθε η βροχή και πλημμύρισαν τα ποτάμια και φύσηξαν οι άνεμοι και έπεσαν ορμητικά πάνω σ’ εκείνο το σπίτι, δεν γκρεμίστηκε, γιατί είχε θεμελιωθεί πάνω στο βράχο. 26 Κι όποιος ακούει αυτά τα λόγια μου, μα δεν τα τηρεί στην πράξη, μοιάζει μ’ έναν άμυαλο άνθρωπο, που έχτισε το σπίτι του πάνω στην άμμο. 27 Έτσι, όταν ήρθε η βροχή και πλημμύρισαν τα ποτάμια και φύσηξαν οι άνεμοι κι έπεσαν πάνω σ’ εκείνο το σπίτι, αυτό γκρεμίστηκε· και η πτώση του έγινε με πάταγο μεγάλο».
28 Όταν τελείωσε ο Ιησούς μ’ αυτά τα λόγια, ο κόσμος είχε εντυπωσιασθεί βαθιά από τη διδασκαλία του. 29 Γιατί τους δίδασκε με αυθεντία, κι όχι όπως οι *γραμματείς.
Κεφάλαιον 8
1 Όταν κατέβηκε ο Ιησούς από το όρος, τον ακολούθησε κόσμος πολύς. 2 Ένας *λεπρός τον πλησίασε, τον προσκύνησε και του είπε: «Κύριε, αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις από τη *λέπρα». 3 Ο Ιησούς άπλωσε το χέρι, τον άγγιξε και του είπε: «Θέλω· να καθαριστείς από τη λέπρα». Κι αμέσως καθαρίστηκε από τη λέπρα του. 4 Του λέει τότε ο Ιησούς: «Πρόσεξε, μην το πεις σε κανένα· για να τους αποδείξεις όμως ότι θεραπεύτηκες, πήγαινε να δείξεις τον εαυτό σου στον *ιερέα, και πρόσφερε το δώρο που έχει καθορίσει ο Μωυσής».
5 Μόλις μπήκε ο Ιησούς στην Καπερναούμ, τον πλησίασε ένας *εκατόνταρχος και τον παρακαλούσε 6 μ’ αυτά τα λόγια: «Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος στο σπίτι, παράλυτος, και υποφέρει φοβερά». 7 Ο Ιησούς του λέει: «Εγώ θα έρθω και θα τον θεραπεύσω». 8 Ο εκατόνταρχος του αποκρίθηκε: «Κύριε, δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ στο σπίτι μου· πες όμως μόνο ένα λόγο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου. 9 Είμαι κι εγώ άνθρωπος κάτω από εξουσία, και έχω στρατιώτες στη διοίκησή μου· λέω στον ένα “πήγαινε” και πηγαίνει, και στον άλλο “έλα” και έρχεται, και στο δούλο μου “κάνε αυτό” και το κάνει». 10 Όταν τον άκουσε ο Ιησούς, θαύμασε και είπε σ’ όσους τον ακολουθούσαν: «Σας βεβαιώνω πως τόση πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δε βρήκα. 11 Και σας λέω πως θα ’ρθουν πολλοί από ανατολή και δύση και θα καθίσουν μαζί με τον *Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο τραπέζι της *βασιλείας των ουρανών, 12 ενώ οι *κληρονόμοι της βασιλείας θα πεταχτούν έξω στο σκοτάδι· εκεί θα κλαίνε, και θα τρίζουν τα δόντια τους». 13 Ύστερα είπε στον εκατόνταρχο ο Ιησούς: «Πήγαινε, κι ας γίνει αυτό που πίστεψες». Και γιατρεύτηκε ο δούλος εκείνη την ώρα.
14 Όταν έφτασε ο Ιησούς στο σπίτι του Πέτρου, είδε την πεθερά του στο κρεβάτι με πυρετό. 15 Μόλις έπιασε το χέρι της, την άφησε ο πυρετός κι εκείνη σηκώθηκε και τον υπηρετούσε. 16 Κατά το δειλινό τού έφεραν πολλούς δαιμονισμένους, και μόνο με το λόγο του έδιωχνε τα πονηρά *πνεύματα. Επίσης θεράπευσε όλους τους αρρώστους, 17 κι έτσι εκπληρώθηκε αυτό που είχε ειπωθεί μέσω του *προφήτη Ησαΐα μ’ αυτά τα λόγια: Αυτός πήρε τις ασθένειές μας και βάσταξε τις αρρώστιες μας.
18 Όταν είδε ο Ιησούς να τον τριγυρίζει πολύς κόσμος, έδωσε την εντολή να περάσουν στην απέναντι όχθη της λίμνης. 19 Τον πλησίασε τότε ένας γραμματέας και του είπε: «Διδάσκαλε, θα σε ακολουθήσω όπου κι αν πας». 20 Ο Ιησούς του λέει: «Οι αλεπούδες έχουν καταφύγιο, και τα πουλιά έχουν φωλιές· ο *Υιός όμως του Ανθρώπου δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι». 21 Ένας άλλος πάλι από τους μαθητές του του είπε: «Κύριε, άφησέ με να πάω πρώτα να θάψω τον πατέρα μου». 22 Ο Ιησούς όμως του είπε: «Ακολούθησέ με κι άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους».
23 Ο Ιησούς μπήκε στο πλοιάριο, και τον ακολούθησαν και οι μαθητές του. 24 Ξαφνικά έγινε μεγάλη τρικυμία στη λίμνη, έτσι που τα κύματα σκέπαζαν το πλοιάριο· αυτός όμως κοιμόταν. 25 Πήγαν τότε οι μαθητές του και τον ξύπνησαν λέγοντας: «Κύριε, σώσε μας, χανόμαστε». 26 Και τους λέει: «Ολιγόπιστοι, γιατί είστε δειλοί;» Μετά σηκώθηκε και επιτίμησε τους ανέμους και τη θάλασσα, κι έγινε απόλυτη γαλήνη. 27 Και οι άνθρωποι είπαν γεμάτοι κατάπληξη: «Ποιος είν’ αυτός, που τον υπακούνε οι άνεμοι και η θάλασσα;»