Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен (книга читать онлайн бесплатно без регистрации .TXT) 📗
24 Και αφού σηκώθηκε από εκεί, πήγε στα όρια της Τύρου. Και όταν εισήλθε σε μια οικία, δεν ήθελε να γνωρίσει κανέναν, όμως δεν μπόρεσε να διαφύγει την προσοχή. 25 Αλλά ευθύς μόλις άκουσε μια γυναίκα γι’ αυτόν, της οποίας η μικρή θυγατέρα της είχε πνεύμα ακάθαρτο, ήρθε και έπεσε μπροστά στα πόδια του. 26 Και η γυναίκα ήταν Ελληνίδα, Συροφοινίκισσα στο γένος. Και τον παρακαλούσε να βγάλει το δαιμόνιο από τη θυγατέρα της. 27 Και εκείνος της έλεγε: «Άφησε πρώτα να χορτάσουν τα παιδιά, γιατί δεν είναι καλό να λάβει κανείς τον άρτο των παιδιών και να τον ρίξει στα σκυλάκια». 28 Εκείνη αποκρίθηκε και του λέει: «Κύριε, και τα σκυλάκια κάτω από το τραπέζι τρώνε από τα ψίχουλα των παιδιών». 29 Και τότε της είπε: «Γι’ αυτόν το λόγο που είπες, πήγαινε· το δαιμόνιο έχει εξέλθει από τη θυγατέρα σου». 30 Και εκείνη έφυγε για τον οίκο της και βρήκε το παιδί πεσμένο στο κρεβάτι και το δαιμόνιο να έχει εξέλθει.
31 Και πάλι εξήλθε από τα όρια της Τύρου και ήρθε διαμέσου της Σιδώνας στη λίμνη της Γαλιλαίας, περνώντας μέσα από τα όρια της Δεκάπολης. 32 Και του φέρνουν έναν κουφό και που με δυσκολία μιλούσε και τον παρακαλούν να επιθέσει σ’ αυτόν το χέρι. 33 Και τον πήρε κατά μέρος, μακριά από το πλήθος ιδιαιτέρως, έβαλε τα δάχτυλά του στα αυτιά του και, αφού έφτυσε, άγγιξε τη γλώσσα του. 34 Και αφού σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό, στέναξε και του λέει: «Εφφαθα», που σημαίνει: “Ανοίξου εντελώς”. 35 Και αμέσως ανοίχτηκαν τα αυτιά του και λύθηκε το δέσιμο της γλώσσας του και μιλούσε ορθά. 36 Και τους παράγγειλε να μην το λένε σε κανέναν. Αλλά όσο τους το παράγγελλε, τόσο αυτοί το διακήρυτταν περισσότερο. 37 Και εκπλήττονταν υπερβολικά, λέγοντας: «Όλα καλά τα έχει κάνει· και τους κουφούς τους κάνει να ακούν και τους άλαλους να λαλούν».
Κεφάλαιον 8
1 Εκείνες τις ημέρες, επειδή πάλι ήταν πολύ πλήθος και δεν είχαν τι να φάνε, προσκάλεσε τους μαθητές και τους λέει: 2 «Σπλαχνίζομαι το πλήθος, γιατί ήδη τρεις ημέρες μένουν κοντά μου και δεν έχουν τι να φάνε. 3 Και αν τους απολύσω νηστικούς για τον οίκο τους, θα εξαντληθούν κατά το δρόμο. Και μάλιστα μερικοί από αυτούς έχουν έρθει από μακριά». 4 Και του αποκρίθηκαν οι μαθητές του: «Από πού θα δυνηθεί κανείς να χορτάσει με άρτους τούτους εδώ στην ερημιά;» 5 Και τους ρωτούσε: «Πόσους άρτους έχετε;» Εκείνοι είπαν: «Εφτά». 6 Και παραγγέλλει στο πλήθος να ξαπλώσει πάνω στη γη. Και αφού έλαβε τους εφτά άρτους και ευχαρίστησε το Θεό, τους έκοψε με τα χέρια και έδινε στους μαθητές του για να τους παραθέτουν, και τους παράθεσαν στο πλήθος. 7 Και είχαν λίγα ψαράκια. Και αφού τα ευλόγησε, είπε και αυτά να παραθέσουν. 8 Και έφαγαν και χόρτασαν, και σήκωσαν περισσεύματα κομματιών, εφτά μεγάλα καλάθια. 9 Και ήταν περίπου τέσσερις χιλιάδες. Και μετά τους απόλυσε. 10 Και ευθύς μπήκε στο πλοίο μαζί με τους μαθητές του και ήρθε στα μέρη Δαλμανουθά.
11 Και εξήλθαν οι Φαρισαίοι και άρχισαν να συζητούν με αυτόν, ζητώντας από αυτόν κάποιο σημείο από τον ουρανό, για να τον πειράξουν. 12 Και αφού αναστέναξε με το πνεύμα του, λέει: «Γιατί η γενιά αυτή ζητά σημείο; Αλήθεια σας λέω, δε θα δοθεί στη γενιά αυτή σημείο». 13 Και τους άφησε, πάλι μπήκε στο πλοίο και έφυγε στην αντίπερα όχθη.
14 Και ξέχασαν να λάβουν άρτους, και δεν είχαν μαζί τους παρά μόνο έναν άρτο στο πλοίο. 15 Και τους παράγγελλε λέγοντας: «Κοιτάτε, προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και από το προζύμι του Ηρώδη». 16 Και αυτοί διαλογίζονταν μεταξύ τους ότι δεν έχουν άρτους. 17 Και επειδή το κατάλαβε, τους λέει: «Τι διαλογίζεστε ότι δεν έχετε άρτους; Ακόμα δε νοείτε ούτε καταλαβαίνετε; Πωρωμένη έχετε την καρδιά σας; 18 Οφθαλμούς αν και έχετε δε βλέπετε, και αυτιά αν και έχετε δεν ακούτε; Και δε θυμάστε, 19 όταν τους πέντε άρτους έκοψα με τα χέρια στους πέντε χιλιάδες, πόσα κοφίνια σηκώσατε γεμάτα με κομμάτια;» Του λένε: «Δώδεκα». 20 «Όταν έκοψα τους εφτά άρτους στους τέσσερις χιλιάδες, πόσα μεγάλα καλάθια σηκώσατε γεμάτα κομμάτια;» Και του λένε: «Εφτά». 21 Και τους έλεγε: «Ακόμα δεν καταλαβαίνετε;»
22 Και έρχονται στη Βηθσαϊδά. Και του φέρνουν έναν τυφλό και τον παρακαλούν να τον αγγίξει. 23 Και έπιασε το χέρι του τυφλού και τον έφερε έξω από το χωριό και, αφού έφτυσε στα μάτια του, επέθεσε τα χέρια σ’ αυτόν και τον ρωτούσε: «Βλέπεις τίποτα;» 24 Κι εκείνος είδε προς τα πάνω και έλεγε: «Βλέπω τους ανθρώπους· σαν δέντρα τους βλέπω να περπατούν». 25 Έπειτα πάλι έθεσε τα χέρια του πάνω στους οφθαλμούς του, και είδε καθαρά και η όρασή του αποκαταστάθηκε και τα έβλεπε όλα με ευκρίνεια μακριά. 26 Και τον απέστειλε στον οίκο του λέγοντας: «Μήτε στο χωριό να μην εισέλθεις».
27 Και εξήλθαν ο Ιησούς και οι μαθητές του στα χωριά της Καισάρειας του Φιλίππου. Και στο δρόμο ρωτούσε τους μαθητές του και τους έλεγε: «Ποιος λένε οι άνθρωποι πως είμαι;» 28 Εκείνοι του απάντησαν: «Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, και άλλοι ο Ηλίας, άλλοι πάλι ότι είσαι ένας από τους προφήτες». 29 Και αυτός τους ρωτούσε: «Κι εσείς ποιος λέτε πως είμαι;» Αποκρίθηκε ο Πέτρος και του λέει: «Εσύ είσαι ο Χριστός». 30 Και τότε τους επιτίμησε, για να μη λένε σε κανέναν γι’ αυτό.
31 Και άρχισε να τους διδάσκει ότι ο Υιός του ανθρώπου πρέπει να πάθει πολλά και να αποδοκιμαστεί από τους πρεσβυτέρους και από τους αρχιερείς και από τους γραμματείς, και να σκοτωθεί και μετά τρεις ημέρες να αναστηθεί. 32 Και με παρρησία μιλούσε το λόγο. Και αφού ο Πέτρος τον πήρε κατά μέρος, άρχισε να τον επιτιμά. 33 Εκείνος, αφού στράφηκε πίσω και είδε τους μαθητές του, επιτίμησε τον Πέτρο και λέει: «Πήγαινε πίσω μου, Σατανά, γιατί δε φρονείς τα πράγματα του Θεού, αλλά τα πράγματα των ανθρώπων». 34 Και τότε προσκάλεσε το πλήθος μαζί με τους μαθητές του και τους είπε: «Αν κάποιος θέλει να με ακολουθεί πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει το σταυρό του και ας με ακολουθεί. 35 Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει. Όποιος όμως χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου και εξαιτίας του ευαγγελίου θα τη σώσει. 36 Γιατί τι ωφελεί τον άνθρωπο να κερδίσει όλο τον κόσμο αλλά να ζημιωθεί την ψυχή του; 37 Γιατί τι μπορεί να δώσει ο άνθρωπος αντάλλαγμα για την ψυχή του; 38 Γιατί όποιος ντραπεί εμένα και τους δικούς μου λόγους μέσα σ’ αυτήν τη γενιά τη μοιχαλίδα και αμαρτωλή, και ο Υιός του ανθρώπου θα ντραπεί γι’ αυτόν, όταν έρθει μέσα στη δόξα του Πατέρα του μαζί με τους άγιους αγγέλους».
Κεφάλαιον 9
1 Και τους έλεγε: «Αλήθεια σας λέω ότι υπάρχουν μερικοί εδώ από αυτούς που έχουν σταθεί οι οποίοι δε θα γευτούν θάνατο, ωσότου δουν τη βασιλεία του Θεού να έχει έρθει με δύναμη».