Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен (книга читать онлайн бесплатно без регистрации .TXT) 📗
34 Και αφού διαπέρασαν τη λίμνη, ήρθαν στην ξηρά, στη Γεννησαρέτ. 35 Και μόλις τον αναγνώρισαν οι άνθρωποι του τόπου εκείνου, απέστειλαν μηνυτές σ’ όλα εκείνα τα περίχωρα, και έφεραν προς αυτόν όλους όσοι ήταν σε κακή κατάσταση 36 και τον παρακαλούσαν μόνο να αγγίξουν το κράσπεδο του ρούχου του. Και όσοι άγγιξαν διασώθηκαν.
Κεφάλαιον 15
1 Τότε πλησιάζουν στον Ιησού Φαρισαίοι και γραμματείς από τα Ιεροσόλυμα, λέγοντας: 2 «Γιατί οι μαθητές σου παραβαίνουν την παράδοση των πρεσβυτέρων; Επειδή δε νίβουν τα χέρια τους όταν τρώνε άρτο». 3 Εκείνος αποκρίθηκε και τους είπε: «Γιατί κι εσείς παραβαίνετε την εντολή του Θεού για τη δική σας παράδοση; 4 Γιατί ο Θεός είπε: Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, και: Όποιος κακολογεί πατέρα ή μητέρα οπωσδήποτε να θανατώνεται. 5 Εσείς όμως λέτε: “Όποιος πει στον πατέρα του ή στη μητέρα του: Δίνω δώρο στο ναό ό,τι είχες να ωφεληθείς από εμένα, 6 μπορεί να μην τιμήσει τον πατέρα του”. Και έτσι ακυρώσατε το λόγο του Θεού για τη δική σας παράδοση. 7 Υποκριτές, καλά προφήτεψε για σας ο Ησαΐας όταν έλεγε: 8 Ο λαός αυτός με τα χείλη με τιμά, αλλά η καρδιά τους μακριά απέχει από μένα. 9 Και μάταια με σέβονται, διδάσκοντας διδασκαλίες, που είναι εντολές ανθρώπων». 10 Και αφού προσκάλεσε το πλήθος, τους είπε: «Ακούτε και να καταλαβαίνετε: 11 αυτό που εισέρχεται στο στόμα δεν κάνει ακάθαρτο τον άνθρωπο, αλλά αυτό που βγαίνει από το στόμα, τούτο κάνει ακάθαρτο τον άνθρωπο». 12 Τότε πλησίασαν οι μαθητές και του λένε: «Ξέρεις ότι οι Φαρισαίοι σκανδαλίστηκαν, όταν άκουσαν αυτόν το λόγο;» 13 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: «Κάθε φυτεία που δε φύτεψε ο Πατέρας μου ο ουράνιος θα ξεριζωθεί. 14 Αφήστε τους· είναι τυφλοί, οδηγοί τυφλών. Και αν τυφλός οδηγεί τυφλό, και οι δύο θα πέσουν σε λάκκο». 15 Αποκρίθηκε τότε ο Πέτρος και του είπε: «Εξήγησέ μας αυτήν την παραβολή». 16 Εκείνος είπε: «Ακόμα τώρα κι εσείς είστε ασύνετοι; 17 Δε νοείτε ότι καθετί που μπαίνει στο στόμα προχωρεί στην κοιλιά και ρίχνεται έξω στο αποχωρητήριο; 18 Αλλά εκείνα που βγαίνουν από το στόμα εξέρχονται από την καρδιά, και εκείνα κάνουν ακάθαρτο τον άνθρωπο. 19 Γιατί από την καρδιά εξέρχονται διαλογισμοί κακοί, φόνοι, μοιχείες, πορνείες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλαστήμιες. 20 Αυτά είναι που κάνουν ακάθαρτο τον άνθρωπο, αλλά το να φάει κανείς με άνιφτα χέρια δεν κάνει ακάθαρτο τον άνθρωπο».
21 Και αφού ο Ιησούς εξήλθε από εκεί, αναχώρησε για τα μέρη της Τύρου και της Σιδώνας. 22 Και ιδού, μια γυναίκα Χαναναία από τα όρια εκείνα εξήλθε και έκραζε λέγοντας: «Ελέησέ με, Κύριε, γιε του Δαβίδ. Η θυγατέρα μου υποφέρει βαριά από δαιμόνιο». 23 Εκείνος δεν της αποκρίθηκε λέξη. Τότε πλησίασαν οι μαθητές του και τον παρακαλούσαν λέγοντας: «Διώξε την, γιατί κράζει από πίσω μας». 24 Αυτός αποκρίθηκε και είπε: «Δεν αποστάλθηκα παρά μόνο στα πρόβατα τα χαμένα του οίκου Ισραήλ». 25 Εκείνη ήρθε και τον προσκυνούσε λέγοντας: «Κύριε, βοήθα με». 26 Αυτός αποκρίθηκε και είπε: «Δεν είναι καλό να λάβει κανείς τον άρτο των παιδιών και να τον ρίξει στα σκυλάκια». 27 Εκείνη είπε: «Ναι, Κύριε, γιατί και τα σκυλάκια τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». 28 Τότε ο Ιησούς αποκρίθηκε και της είπε: «Ω γυναίκα, μεγάλη η πίστη σου· ας γίνει σ’ εσένα όπως θέλεις». Και γιατρεύτηκε η θυγατέρα της από την ώρα εκείνη.
29 Και όταν ο Ιησούς έφυγε από εκεί, ήρθε δίπλα στη λίμνη της Γαλιλαίας και, αφού ανέβηκε στο όρος, καθόταν εκεί. 30 Τότε τον πλησίασαν πλήθη πολλά, έχοντας μαζί τους χωλούς, τυφλούς, κουλούς, κωφάλαλους και άλλους πολλούς, και τους έριξαν κοντά στα πόδια του και τους θεράπευσε. 31 Ώστε το πλήθος θαύμασε, βλέποντας κωφάλαλους να μιλούν, κουλούς υγιείς και χωλούς να περπατούν και τυφλούς να βλέπουν. Και δόξασαν το Θεό του Ισραήλ.
32 Τότε ο Ιησούς προσκάλεσε τους μαθητές του και είπε: «Σπλαχνίζομαι το πλήθος, γιατί ήδη τρεις ημέρες μένουν κοντά μου και δεν έχουν τι να φάνε. Και δε θέλω να τους απολύσω νηστικούς, μήπως εξαντληθούν στο δρόμο». 33 Και του λένε οι μαθητές: «Από πού να βρεθούν στην ερημιά άρτοι τόσο πολλοί για μας, ώστε να χορτάσει τόσο πολύ πλήθος;» 34 Και λέει σ’ αυτούς ο Ιησούς: «Πόσους άρτους έχετε;» Εκείνοι είπαν: «Εφτά, και λίγα ψαράκια». 35 Τότε παράγγειλε στο πλήθος να ξαπλώσει πάνω στη γη 36 και έλαβε τους εφτά άρτους και τα ψάρια και, αφού ευχαρίστησε το Θεό, τους έκοψε με τα χέρια και έδινε στους μαθητές, και οι μαθητές στα πλήθη. 37 Και έφαγαν όλοι και χόρτασαν. Και σήκωσαν το περίσσευμα των κομματιών, εφτά μεγάλα καλάθια γεμάτα. 38 Και εκείνοι που έτρωγαν ήταν τέσσερις χιλιάδες άντρες, χωρίς να μετρηθούν γυναίκες και παιδιά. 39 Και αφού απόλυσε τα πλήθη, μπήκε στο πλοίο και ήρθε στα όρια της περιοχής Μαγαδάν.
Κεφάλαιον 16
1 Και τότε πλησίασαν οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι, για να τον πειράξουν, και του ζήτησαν να τους επιδείξει κάποιο σημείο από τον ουρανό. 2 Εκείνος αποκρίθηκε και τους είπε: «Όταν βραδιάζει λέτε: “Ο καιρός θα είναι καλός, γιατί ο ουρανός είναι φλογοκόκκινος”. 3 Και το πρωί λέτε: “Σήμερα θα έχουμε κακοκαιρία, γιατί ο ουρανός είναι φλογοκόκκινος και συννεφιασμένος”. Πράγματι, την όψη του ουρανού γνωρίζετε να τη διακρίνετε, τα σημεία όμως των καιρών δε δύναστε; 4 Μια γενιά κακή και μοιχαλίδα επιζητά σημείο, αλλά δε θα της δοθεί σημείο παρά μόνο το σημείο του Ιωνά». Και αφού τους εγκατέλειψε, έφυγε.
5 Και όταν ήρθαν οι μαθητές στην αντίπερα όχθη, ξέχασαν να λάβουν άρτους. 6 Και ο Ιησούς τους είπε: «Κοιτάτε και προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων». 7 Εκείνοι διαλογίζονταν μέσα τους λέγοντας: «Άρτους δε λάβαμε». 8 Επειδή το κατάλαβε τότε ο Ιησούς, είπε: «Τι διαλογίζεστε μέσα σας, ολιγόπιστοι, ότι άρτους δεν έχετε; 9 Ακόμα δε νοείτε ούτε θυμάστε τους πέντε άρτους των πέντε χιλιάδων και πόσα κοφίνια λάβατε; 10 Ούτε τους εφτά άρτους των τεσσάρων χιλιάδων και πόσα μεγάλα καλάθια λάβατε; 11 Πώς δε νοείτε ότι δε σας είπα για άρτους; Αλλά να προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων». 12 Τότε αντιλήφτηκαν ότι δεν είπε να προσέχουν από το προζύμι των άρτων, αλλά από τη διδαχή των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων.
13 Και όταν ήρθε ο Ιησούς στα μέρη της Καισάρειας του Φιλίππου, ρωτούσε τους μαθητές του λέγοντας: «Ποιος λένε οι άνθρωποι πως είναι ο Υιός του ανθρώπου;» 14 Εκείνοι είπαν: «Μερικοί λένε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, και άλλοι ο Ηλίας, άλλοι πάλι ο Ιερεμίας ή ένας από τους προφήτες». 15 Τους λέει: «Κι εσείς ποιος λέτε πως είμαι;» 16 Αποκρίθηκε λοιπόν ο Σίμωνας Πέτρος και είπε: «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζωντανού». 17 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και του είπε: «Μακάριος είσαι, Σίμωνα Βαριωνά, γιατί σάρκα και αίμα δεν σου το αποκάλυψε, αλλά ο Πατέρας μου που είναι στους ουρανούς. 18 Κι εγώ λοιπόν σου λέω ότι εσύ είσαι Πέτρος, και πάνω σ’ αυτήν την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου και οι πύλες του άδη δε θα υπερισχύσουν εναντίον της. 19 Θα σου δώσω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών, και ό,τι δέσεις πάνω στη γη θα είναι δεμένο στους ουρανούς και ό,τι λύσεις πάνω στη γη θα είναι λυμένο στους ουρανούς». 20 Τότε διέταξε αυστηρά στους μαθητές να μην πουν σε κανέναν ότι αυτός είναι ο Χριστός.