Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения - Чорногор Ю. (книги без регистрации полные версии .TXT) 📗
Μεθύστακας: Και η γεύση του νερού, πώς θα μου φύγει, γιατρέ (а привкус воды как у меня исчезнет, доктор);
Γιατρός: Όπως είπαμε κ. Μεθύστακα, θα πίνετε το φάρμακο και μετά θα πίνετε ένα ποτήρι νερό, για να σας φύγει η γεύση του φαρμάκου.
Μεθύστακας: Και η γεύση του νερού, πώς θα μου φύγει, γιατρέ;
Πελάτης (клиент): Γκαρσόν, θέλω μπαρμπούνι (официант, хочу = мне рыбу; το μπαρμπούνι – барабулька /вид рыбы/), αλλά μόνον αν είναι φρέσκα (но только если она свежая), σαν κι αυτά που έφαγα προχτές (как та, что я ел позавчера; τρώω).
Γκαρσόν (официант): Μείνετε ήσυχος, κύριε, έχουμε ακόμη από τα ίδια (будьте спокойны, господин, у нас она еще осталась: «имеем еще из той самой»)!
Πελάτης: Γκαρσόν, θέλω μπαρμπούνι, αλλά μόνον αν είναι φρέσκα, σαν κι αυτά που έφαγα προχτές.
Γκαρσόν: Μείνετε ήσυχος, κύριε, έχουμε ακόμη από τα ίδια!
Ένα ζευγάρι συζητά για τις διακοπές (супружеская пара обсуждает отпуск; συζητάω):
– Λοιπόν, γυναίκα, πρέπει να αποφασίσεις (итак, жена, нужно, чтобы ты решила; αποφασίζω). Διακοπές στη Χαβάη ή διακοπές στο χωριό σου (отпуск на Гавайях или отпуск у тебя деревне) για να μπορέσω να σου αγοράσω εκείνο το μενταγιόν που είδαμε τις προάλες (чтобы я смог тебе купить тот медальон, который мы видели на днях; αγοράζω; βλέπω);
– Διακοπές στη Χαβάη (отпуск на Гавайях)!
– Πώς κι έτσι (как же так);
– Να, έχω ακούσει ότι εκεί τα κοσμήματα είναι φτηνά (да я слышала, там украшения дешевые; ακούω; το κόσμημα)…
Ένα ζευγάρι συζητά για τις διακοπές:
– Λοιπόν, γυναίκα, πρέπει να αποφασίσεις. Διακοπές στη Χαβάη ή διακοπές στο χωριό σου για να μπορέσω να σου αγοράσω εκείνο το μενταγιόν που είδαμε τις προάλες;
– Διακοπές στη Χαβάη!
– Πώς κι έτσι;
– Να, έχω ακούσει ότι εκεί τα κοσμήματα είναι φτηνά…
Συζήτηση στο μπαρ (разговор в баре): Η γυναίκα μου είναι ένας άγγελος, λέει ο πρώτος (моя жена – ангел, говорит первый). Είσαι τυχερός, λέει ο άλλος (счастливый, говорит другой), η δική μου ακόμη ζει (/а/ моя еще жива; δικός – свой, собственный; η δική μου – моя; ζω)!
Συζήτηση στο μπαρ: Η γυναίκα μου είναι ένας άγγελος, λέει ο πρώτος. Είσαι τυχερός, λέει ο άλλος, η δική μου ακόμη ζει!
Βλέπει μια επιγραφή «Πωλείται» σε κάποιο αυτοκίνητο (видит /один человек/ надпись «продается» на одном автомобиле), αποφασίζει να το αγοράσει και πάει στον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου και (решает его купить и идет к владельцу автомобиля и; αγοράζω; ο ιδιοκτήτης)…
– Θέλω να αγοράσω το αυτοκίνητο, λέει (хочу купить автомобиль, говорит).
– Ναι, αλλά πριν το πάρεις, πρέπει να σου πω δυο πραγματάκια (да, но прежде чем ты его заберешь, нужно, /чтобы я/ тебе сказал две вещицы; παίρνω; λέω – сказать). α) Για να ξεκινήσει πρέπει να πεις «Αλληλούια» (чтобы он тронулся, нужно сказать «аллилуйа»; ξεκινάω – отправляться, пускаться в путь; стартовать), β) για να σταματήσει πρέπει να πεις «Αινείτε τον Κύριο» (чтобы остановился, нужно сказать «хвалите Господа»; σταματάω).
Πληρώνει ο τύπος, παίρνει το αυτοκίνητο, όλα πηγαίνανε καλά (платит этот человек, берет автомобить, все шло хорошо), ώσπου μια μέρα αποφάσισε να πάρει τη γυναίκα του, να πάνε μια βόλτα (до тех пор пока он не решил взять свою жену на прогулку: «чтобы отправиться на прогулку»; παίρνω; πηγαίνω – идти, ехать; отправляться), να θαυμάσουν το ηλιοβασίλεμα (чтобы полюбоваться закатом; θαυμάζω).
Πάνε λοιπόν στην άκρη ενός γκρεμού (итак, подъезжают они к краю обрыва; ο γκρεμός – пропасть, бездна; обрыв), όπου είχαν καλή θέα (где был: «имелся» хороший вид; η θέα), σταματάει αυτός, λέγοντας «Αινείτε τον Κύριο» (останавливается тот, говоря «хвалите Господа»).
– Αλληλούια, συμπληρώνει η γυναίκα του («аллилуйа» добавляет его жена).
Βλέπει μια επιγραφή «Πωλείται» σε κάποιο αυτοκίνητο, αποφασίζει να το αγοράσει και πάει στον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου και…
– Θέλω να αγοράσω το αυτοκίνητο, λέει.
– Ναι, αλλά πριν το πάρεις, πρέπει να σου πω δυο πραγματάκια. α) Για να ξεκινήσει πρέπει να πεις «Αλληλούια», β) για να σταματήσει πρέπει να πεις «Αινείτε τον Κύριο».
Πληρώνει ο τύπος, παίρνει το αυτοκίνητο, όλα πηγαίνανε καλά, ώσπου μια μέρα αποφάσισε να πάρει τη γυναίκα του, να πάνε μια βόλτα, να θαυμάσουν το ηλιοβασίλεμα.
Πάνε λοιπόν στην άκρη ενός γκρεμού, όπου είχαν καλή θέα, σταματάει αυτός, λέγοντας «Αινείτε τον Κύριο».
– Αλληλούια, συμπληρώνει η γυναίκα του.
Στην άκρη της λίμνης, ο άντρας βλέπει μια γυναίκα να πνίγεται (на берегу: «краю» озера мужчина видит, как тонет женщина; πνίγομαι – задыхаться; тонуть, утопать) και, μη ξέροντας κολύμπι ο ίδιος, βάζει τις φωνές και καταφτάνει ένας ψαράς (и не умея плавать: «не зная плавания» сам, кричит: «подает голос», и прибегает рыбак; ξέρω; βάζω – класть; давать; η φωνή – голос; крик).
– Πνίγεται η γυναίκα μου και δεν ξέρω κολύμπι (тонет моя жена, а /я/ не умею плавать). Σώσε την και θα σου δώσω €100, λέει ο τύπος (спаси ее, и я тебе дам €100; σώζω; δίνω).
Βουτάει αμέσως ο ψαράς και με 10 γερές απλωτές φτάνει τη γυναίκα (ныряет тут же рыбак и за 10 сильных гребков доплывает до женщины; η απλωτή; φτάνω – приходить; догонять, настигать), τη μαγκώνει απ`τα μαλλιά και τη βγάζει στην όχθη (хватает ее за волосы и вытаскивает на берег). Καθώς την αποθέτει στα πόδια του άντρα, λέει (как только ее кладет у ног мужчины, говорит):
– Που είναι οι €100 μου (где мои €100);
– Κοίταξε να δεις, λέει ο άντρας (погляди-ка: «смотри и увидишь», говорит мужчина; κοιτάζω; βλέπω): όταν την είδα να βυθίζεται για τρίτη φορά (когда я видел, как она идет под воду в третий раз; βυθίζομαι), νόμισα ότι ήταν η γυναίκα μου, αλλά τώρα βλέπω ότι είναι η πεθερά μου (подумал, что это моя жена, но теперь вижу, что это моя теща; νομίζω)…
– Ο ψαράς αναστενάζει και, γυρνώντας προς τον άντρα, ρωτάει (рыбак /горестно/ вздыхает и, повернувшись к мужчине, спрашивает): Πόσα σου χρωστάω τώρα (сколько я тебе теперь должен);
Στην άκρη της λίμνης, ο άντρας βλέπει μια γυναίκα να πνίγεται και, μη ξέροντας κολύμπι ο ίδιος, βάζει τις φωνές και καταφτάνει ένας ψαράς.
– Πνίγεται η γυναίκα μου και δεν ξέρω κολύμπι. Σώσε την και θα σου δώσω €100, λέει ο τύπος.
Βουτάει αμέσως ο ψαράς και με 10 γερές απλωτές φτάνει τη γυναίκα, τη μαγκώνει απ τα μαλλιά και τη βγάζει στην όχθη. Καθώς την αποθέτει στα πόδια του άντρα, λέει:
– Που είναι οι €100 μου;
– Κοίταξε να δεις, λέει ο άντρας: όταν την είδα να βυθίζεται για τρίτη φορά, νόμισα ότι ήταν η γυναίκα μου, αλλά τώρα βλέπω ότι είναι η πεθερά μου…
– Ο ψαράς αναστενάζει και, γυρνώντας προς τον άντρα, ρωτάει: Πόσα σου χρωστάω τώρα;
Μια κυρία πανάσχημη και μύωπας τριγυρίζει σ`ένα μουσείο με τον άνδρα της (одна дама, некрасивая и близорукая, разгуливает по музею со своим мужем; ο άντρας/ο άνδρας – мужчина; муж) και προσπαθεί να κριτικάρει τα έργα (и пытается критиковать произведения /искусства/; το έργο – дело; произведение, сочинение).
– «Και με αυτό εδώ το τέρας, τι θέλει να πει ο ζωγράφος (а этим вот чудовищем что хочет сказать художник; λέω);», ρωτάει κάποια στιγμή τον άνδρα της (спрашивает вдруг: «в какой-то момент» своего мужа).