Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения - Чорногор Ю. (книги без регистрации полные версии .TXT) 📗
– Όχι, αντίθετα (нет, напротив)! Ο Μιχάλης μου ζήτησε να τον παντρευτώ (Михаил сделал мне предложение: «меня просил, чтобы /я/ за него вышла замуж»; ζητάω; παντρεύομαι)!
– Και γιατί στενοχωριέσαι (и почему /ты/ такая расстроенная: «расстраиваешься»; στενοχωριέμαι);
– Γιατί μου είπε επίσης ότι είναι άθεος (потому что /он/ мне сказал еще, что /он/ атеист). Μαμά, δεν πιστεύει καν ότι υπάρχει Κόλαση (мама, /он/ не верит даже, что ад существует)!
– Παντρέψου τον (выходи за него; παντρεύομαι). Και μην φοβάσαι, θα του δείξουμε πόσο άδικο έχει (и не бойся, /мы/ ему покажем, как он/ неправ; δείχνω; έχω άδικο).
Γυρνάει μία κοπέλα από το ραντεβού της, τελείως καταπτοημένη.
– Τι έχεις; ρωτά η μητέρα της. Χωρίσατε;
– Όχι, αντίθετα! Ο Μιχάλης μου ζήτησε να τον παντρευτώ!
– Και γιατί στενοχωριέσαι;
– Γιατί μου είπε επίσης ότι είναι άθεος. Μαμά, δεν πιστεύει καν ότι υπάρχει Κόλαση!
– Παντρέψου τον. Και μην φοβάσαι, θα του δείξουμε πόσο άδικο έχει.
Η κυρία στο φούρναρη (женщина – пекарю; ο φούρναρης):
– «Είμαι τόσο νευριασμένη μαζί σας (я так нервничаю из-за вас), το ψωμί που μου δώσατε χθες ήταν μπαγιάτικο (хлеб, что вы мне продали: «дали» вчера, был черствый; δίνω – давать; продавать).»
– «Μα, τι λέτε κυρία μου, εμείς φτιάχνουμε ψωμί εδώ και 20 χρόνια (да что вы говорите, госпожа, мы печем: «готовим» хлеб уже 20 лет)!»
Και η κυρία:
– «Ναι, αλλά το πουλάτε τώρα (да, но продаете его сейчас)!»
Η κυρία στο φούρναρη:
– «Είμαι τόσο νευριασμένη μαζί σας, το ψωμί που μου δώσατε χθες ήταν μπαγιάτικο.»
– «Μα, τι λέτε κυρία μου, εμείς φτιάχνουμε ψωμί εδώ και 20 χρόνια!»
Και η κυρία:
– «Ναι, αλλά το πουλάτε τώρα!»
Ο πελάτης αγανακτισμένος (возмущенный клиент; αγανακτώ – возмущаться, негодовать): Τι κατάσταση είναι αυτή (что это такое: «что за ситуация эта»?); Όλη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι (всю ночь не сомкнул глаз; κλείνω – закрывать), παρακολουθώντας μια ολόκληρη μάχη ποντικών (наблюдая целую = настоящую битву мышей; παρακολουθώ; το ποντίκι)!
Ο ξενοδόχος (хозяин гостиницы): Και τι θα θέλατε να δείτε κύριε με τα λεφτά που δώσατε (а что вы хотели увидеть, господин, за те деньги, которые заплатили?; βλέπω; δίνω – давать; платить); Ταυρομαχίες (корриду?; ο ταύρος – бык; η μάχη – бой, борьба);
Ο πελάτης αγανακτισμένος: Τι κατάσταση είναι αυτή; Όλη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι, παρακολουθώντας μια ολόκληρη μάχη ποντικών!
Ο ξενοδόχος: Και τι θα θέλατε να δείτε κύριε με τα λεφτά που δώσατε; Ταυρομαχίες;
Πάει ένας τύπος μετά από πολύ καιρό στο γιατρό του (идет один человек спустя много времени к своему врачу; ο τύπος – тип, вид, категория; человек, тип; ο καιρός; ο γιατρός) να ρωτήσει για τα αποτελέσματα από κάτι εξετάσεις που είχε κάνει (чтобы спросить о результатах каких-то анализов, которые он делал = сдавал; ρωτάω; το αποτέλεσμα; η εξέταση – рассмотрение, исследование; анализ, медицинское обследование).
– «Τι γίνεται γιατρέ (как дела: «что происходит», доктор?); Όλα καλά, έτσι (все хорошо, да: «так»?);»
– «Δυστυχώς έχω για σένα δυσάρεστα νέα και πολύ δυσάρεστα νέα, λέει ο γιατρός (к сожалению, у меня для тебя неприятные и очень неприятные новости, говорит врач; το νέο). Ποια θες να ακούσεις πρώτα (какую хочешь услышать первой?);»
– «Τι μου λες γιατρέ μου τώρα (что ты /такое/ мне говоришь, доктор); Με κάνεις και ανησυχώ (ты меня заставляешь волноваться; κάνω – делать; заставлять). Πες μου τα δυσάρεστα πρώτα (скажи мне неприятную сначала). Τι τρέχει (что происходит; τρέχω – бежать; происходить);»
– «Κοίτα (смотри)! Οι εξετάσεις δείχνουν ότι έχεις 24 ώρες ζωής (анализы показывают, что у тебя /осталось/ 24 часа жизни)!»
– «Τι λες ρε γιατρέ τώρα (что ты такое говоришь, доктор?); Και τα πολύ δυσάρεστα ποια είναι δηλαδή (а очень неприятная какая же тогда?; δηλαδή – а именно; что же);»
– «Σε ψάχνω από χθες (/я/ тебя ищу со вчерашнего дня)!..»
Πάει ένας τύπος μετά από πολύ καιρό στο γιατρό του να ρωτήσει για τα αποτελέσματα από κάτι εξετάσεις που είχε κάνει.
– «Τι γίνεται γιατρέ; Όλα καλά, έτσι;»
– «Δυστυχώς έχω για `σένα δυσάρεστα νέα και πολύ δυσάρεστα νέα, λέει ο γιατρός. Ποια θες να ακούσεις πρώτα;»
– «Τι μου λες γιατρέ μου τώρα; Με κάνεις και ανησυχώ. Πες μου τα δυσάρεστα πρώτα. Τι τρέχει;»
– «Κοίτα! Οι εξετάσεις δείχνουν ότι έχεις 24 ώρες ζωής!»
– «Τι λες ρε γιατρέ τώρα; Και τα πολύ δυσάρεστα ποια είναι δηλαδή;»
– «Σε ψάχνω από χθες!..»
Μια βραδιά ο πατέρας του Τοτού είχε καλεσμένους στο σπίτι και τον έστειλε να πάρει κόκα κόλα (однажды вечером отец Тотоса пригласил домой гостей и послал его купить кока-колы; έχω; στέλνω; παίρνω – брать; покупать). Πάει λοιπόν ο Τοτός και κατά λάθος (и вот идет Тотос и по ошибке), μπαίνει στο χασάπικο (заходит в мясную лавку).
Αφηρημένος όπως ήταν ζητάει του χασάπη μια κόκα κόλα (рассеянный как обычно: «как был», просит у мясника кока-колу; αφηρημένος – абстрактный, отвлеченный; рассеянный; ο χασάπης). Ο χασάπης του λέει ότι δεν έχει και αυτός φεύγει (мясник ему говорит, что у него ее нет: «что не имеет», и тот уходит). Πάει στο σπίτι και το λέει του πατέρα του ότι δεν είχε το μαγαζί (идет /он/ домой и говорит отцу, что в магазине /кока-колы/ нет). Αυτός του είπε να ξαναπάει (/а/ тот сказал ему сходить снова; λέω).
Ξαναπάει λοιπόν στο χασάπικο (итак, он снова идет в мясную лавку; ξανά – вновь, еще раз; ξαναπηγαίνω) και ξαναλέει του χασάπη να του δώσει κόκα κόλα (и опять говорит мяснику, чтоб дал ему кока-колы; ξαναλέω; δίνω). Ο χασάπης του λέει ότι δεν έχει (мясник ему говорит, что у него ее нет) και ότι αν του το ξαναπεί, θα τον κρεμάσει ανάποδα (и что, если он ему еще раз скажет /такое/, тот подвесит его верх ногами; κρεμάω; το πόδι – нога).
Ο Τοτός ξαναζητάει λοιπόν και τον πιάνει ο χασάπης και τον κρεμάει ανάποδα (и вот Тотос снова просит, и берет его мясник и вешает верх ногами; ξαναζητάω; πιάνω).
Έτσι όμως που τον κρέμασε (вися таким образом: «как его повесили»), βλέπει ο Τοτός ένα αρνί κρεμασμένο και το ρωτάει (видит Тотос барана, подвешенного /за ноги/, и спрашивает его):
– «Και εσύ για κόκα κόλα ήρθες (и ты за кока-колой пришел?; έρχομαι);»
Μια βραδιά ο πατέρας του Τοτού είχε καλεσμένους στο σπίτι και τον έστειλε να πάρει κόκα κόλα. Πάει λοιπόν ο Τοτός και κατά λάθος, μπαίνει στο χασάπικο.
Αφηρημένος όπως ήταν ζητάει του χασάπη μια κόκα κόλα. Ο χασάπης του λέει ότι δεν έχει και αυτός φεύγει. Πάει στο σπίτι και το λέει του πατέρα του ότι δεν είχε το μαγαζί. Αυτός του είπε να ξαναπάει.
Ξαναπάει λοιπόν στο χασάπικο και ξαναλέει του χασάπη να του δώσει κόκα κόλα. Ο χασάπης του λέει ότι δεν έχει και ότι αν του το ξαναπεί, θα τον κρεμάσει ανάποδα.
Ο Τοτός ξαναζητάει λοιπόν και τον πιάνει ο χασάπης και τον κρεμάει ανάποδα.
Έτσι όμως που τον κρέμασε, βλέπει ο Τοτός ένα αρνί κρεμασμένο και το ρωτάει:
– «Και εσύ για κόκα κόλα ήρθες;»
Έσκαβε ο Τοτός στην αυλή του μια τρύπα (выкопал Тотос во дворе ямку: «отверстие»; σκάβω). Περνούσε ο γείτονας και είδε τον Τοτό να σκάβει (проходил сосед и увидел, как Тотос копает; περνάω; βλέπω). Τον ρωτάει (спрашивает его):